Το λάδι περιέχει ένα από τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία για την ανθρώπινη υγεία, ενώ προσφέρει θερμίδες και λιπαρό οξύ. Σήμερα, η ποικιλία λαδιών σε αγορές ανά τον κόσμο είναι μεγάλη. Μπορείτε να φανταστείτε τι λάδια χρησιμοποιούνταν στην κουζίνα της αρχαίας Κίνας και από πού οι αρχαίοι Κινέζοι αποκτούσαν το λάδι;
Αρχικά, το ζωικό λίπος ήταν η μόνη πηγή λαδιού. Οι αρχαίοι κυνηγοί έβρισκαν το ιδιαίτερο αυτό υγρό όταν ζέσταιναν κρέας. Η χρήση του ζωικού λαδιού στο μαγείρεμα καταγράφηκε σε πολλά αρχαία κείμενα. Οι Τελετές των Τζόου (周礼, Zhou Li) καθόρισαν τα είδη του λαδιού που προσφέρονταν στον βασιλιά ανά εποχή: λίπος από βόδι (άνοιξη), σκύλο (καλοκαίρι), χοίρο (φθινόπωρο) κι αρνί (χειμώνας).
Ο αριθμός των τροφίμων που χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι δύο χιλιάδες χρόνια πριν ήταν περιορισμένος. Πολλά λαχανικά που χρησιμοποιούνταν τότε είχαν άσχημη γεύση και δεν υπάρχουν πια στο τραπέζι. Μόνο το ραπανάκι, το πράσινο κρεμμύδι, το σκόρδο, το allium tuberosum κ.α. σώζονται. Τα περισσότερα λαχανικά που καταναλώνουν οι σημερινοί Κινέζοι ήρθαν από το εξωτερικό. Εκείνη την εποχή, ακόμα και οι βασιλιάδες ικανοποιούνταν με τα τηγανιτά σε ζωικό λάδι κρέατα.
Το πρώτο φυτικό λάδι που «μπήκε» στην κινέζικη κουζίνα ήταν το σησαμέλαιο. Σ' ένα βιβλίο του 3ου αιώνα αναφέρθηκε για πρώτη φορά η χρήση του στη μαγειρική. Τον 6ο αιώνα, το βιβλίο Τσι Μινγκ Γιάο Σου (齐民要术, Qi Ming Yao Shu) συγκρίνει την παραγωγή του λαδιού από διαφορετικά είδη σουσαμιού και καταγράφει συνταγές με σησαμέλαιο.
Παρ' ότι η σόγια καλλιεργείται για χιλιάδες χρόνια στην Κίνα, οι αρχαίοι Κινέζοι δεν την εκμεταλεύονταν για το λάδι, αλλά την έτρωγαν κανονικά, σαν φαγητό. Ο λόγος ήταν ότι το ποσοστό του λαδιού στη σόγια είναι 16~19%, σημαντικά χαμηλότερο από αυτό του σουσαμιού που φτάνει το 45~50%.