Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, η δεσποινίδα Τζου Γινγκντάι, ντυμένη ως αγόρι, κατέφερε να πάει στην πόλη Χανγκτζόου για κανονικές σπουδές όπως τα αγόρια στο σχολείο. Γνώρισε έναν καλό φίλο τον Λιάνγκ Σανμπό, με τον οποίο ερωτεύτηκε. Μετά από τρία χρόνια, ένα άλλο γράμμα από τον πατέρα της έφτασε στα χέρια της, λέγοντας ότι η αγαπημένη μητέρα της αρρώστησε σοβαρά. Έτσι η 19χρονη δεσποινίδα αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι. Ο Λιάνγκ Σανμπό έμαθε την είδηση και παρόλο που θα του έλειπε πολύ η Γινγκντάι, δεν την παρακάλεσε να μείνει. Το σχολείο βρισκόταν στο βουνό μακριά από το κέντρο της πόλης, και ο Λιάνγκ πρότεινε να συνοδέψει την Γινγκντάι μέχρι το σημείο αναχώρησης.
Το σχολείο βρισκόταν στο βουνό μακριά από το κέντρο της πόλης, και ο Λιάνγκ πρότεινε να συνοδέψει την Γινγκντάι μέχρι το σημείο αναχώρησης.
Εκείνη την στιγμή, η Γινγκντάι συνειδητοποίησε ότι είχε ερωτευτεί με τον καλό και αδελφικό φίλο Λιάνγκ Σανμπό. Όμως εκείνη την εποχή αποτελούσε ντροπή και σκάνδαλο εάν δύο νεαροί παντρεύονταν κρυφά χωρίς την υποστήριξη των γονέων και την συμμετοχή προξενήτρας. Έτσι την νύχτα πριν την αναχώρηση, η Γινγκντάι πήγε στην σύζυγο του πρύτανη του σχολείου και της παραδέχτηκε το γεγονός ότι είναι πραγματικά μια κοπέλα.
Η κυρία όμως το είχε ανακαλύψει πολύ νωρίς αλλά δεν το είπε σε κανένα, ούτε στον σύζυγό της. Η Γινγκντάι τότε ζήτησε την καλόκαρδη κυρία να πει την αλήθεια στον Λιάνγκ Σανμπό και να γίνει η προξενήτρα τους. Άφησε ένα αξεσουάρ από νεφρίτη στην κυρία για να το παραδόσει στον Λιάνγκ ως τεκμήριο της θέλησής της να τον παντρευτεί. Με χαρά η κυρία το δέχτηκε και υποσχέθηκε ότι την στιγμή που θα γύριζε ο Λιάνγκ στο σχολείο θα του το έλεγε.
Την επόμενη μέρα, οι δύο νεαροί άρχισαν να κατεβαίνουν από το σχολείο στο βουνό.
Την επόμενη μέρα, οι δύο νεαροί άρχισαν να κατεβαίνουν από το σχολείο στο βουνό. Στον δρόμο ο Λιάνγκ είπε, «Περαστικά στην μητέρα σου και πολλούς χαιρετισμούς στους δικούς σου. Θα σε περιμένω στο σχολείο για να πάμε μαζί του χρόνου στην πρωτεύουσα για εξετάσεις.»
Η Γινγκντάι είπε, «Μάλλον δεν θα μπορέσω να γυρίσω στο σχολείο.»
«Τότε θα έρθω στην πατρίδα σου να σε επισκεφθώ. Η υγεία της μητέρας σου είναι πιο σημαντική από τις εξετάσεις.»
Η Γινγκντάι είπε, «Αδελφέ μου, εσύ σπουδάζεις έξω ενώ η μητέρα σου παραμένει μόνη της στην πατρίδα. Γιατί δεν παντρεύτηκες; Τότε η σύζυγός σου μπορεί να την συνοδεύει και δεν θα ανησυχείς πολύ.»
Κατεβαίνοντας το βουνό, οι δύο απολάμβαναν τον καλό καιρό και την όμορφη θέα.
Ο Λιάνγκ Σανμπό χαμογέλασε, «Τώρα συγκεντρώνομαι μόνο στις σπουδές. Αλλά εσύ προέρχεσαι από μια καλής φήμης οικογένεια διανοούμενων. Προφανώς πρέπει να είχες ήδη αρραβωνιαστεί ή ακόμα και παντρευτεί.»
Η Γινγκντάι ξαφνικά ήθελε να του παραδεχτεί ότι είναι μια κοπέλα. Αλλά θυμήθηκε που της τόνισε κατ' επανάληψη ο πατέρας της να είναι πολύ προσεκτική. Έτσι αποφάσισε να κρύψει την αλήθεια για λίγο περισσότερο καιρό. Απάντησε, «Είμαι ένα έτος μικρότερος από σένα. Δεν έχω παντρευτεί ούτε έχω αρραβωνιαστεί.»
Κατεβαίνοντας το βουνό, οι δύο απολάμβαναν τον καλό καιρό και την όμορφη θέα. Συνάντησαν έναν ξυλοκόπο που έφερε ξύλα στην πλάτη του ιδρώνοντας πολύ. Ήρθε στην Γινγκντάι μια καλή ιδέα. Ρώτησε τον Λιάνγκ, «Για ποιον ο ξυλοκόπος κόβει τα ξύλα; Για ποιον εσύ κατεβαίνεις το βουνό;»
Συνάντησαν έναν ξυλοκόπο που έφερε ξύλα στην πλάτη του ιδρώνοντας πολύ. Ήρθε στην Γινγκντάι μια καλή ιδέα.
Απάντησε ο Λιάνγκ, «Για την γυναίκα του κόβει τα ξύλα. Για εσένα τον αδελφό μου κατεβαίνω το βουνό.»
Η Γινγκντάι είπε, «Λάθος. Για τον αδελφό του κόβει τα ξύλα. Αδελφέ μου, για την γυναίκα κατεβαίνεις το βουνό.»
Ο Λιάνγκ όμως κούνησε το κεφάλι, «Εγώ δεν έχω παντρευτεί. Ανοησίες είναι αυτά που λες.»
Η Γινγκτάι απογοητεύτηκε για μια στιγμή αλλά ο δρόμος κατεβαίνοντας το βουνό ήτανε ακόμα μακρύς. Είχε κι άλλες ευκαιρίες. Τι άλλο σκαρφίστηκε η Γινγκτάι, θα το μάθουμε την επόμενη εβδομάδα.
Τασία