Η παροιμία «βουλώνει τα αυτιά του όταν κλέβει την καμπάνα» προέρχεται από το έργο «Λιου Σι Τσουν Τσιου»(Lüshi Chunqiu, που κυριολεκτικά σημαίνει «Άνοιξη και Φθινόπωρο του κύριου Λιου»), το οποίο αποτελεί ένα κινεζικό εγκυκλοπαιδικό κλασσικό έργο συνταγμένο γύρω στο 239 π.Χ. υπό την υποστήριξη του καγκελάριου της Δυναστείας Τσιν, Λιου Πουβέι. Πιο συγκεκριμένα η παροιμία προέρχεται από το κεφάλαιο «Αυτεπίγνωση» του έργου αυτού, το οποίο αναφέρει τα εξής:
Όταν η μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια Φαν καταστράφηκε, ένας άνθρωπος άρπαξε την ευκαιρία να κλέψει μια καμπάνα. Προσπάθησε να ξεφύγει μεταφέροντας την καμπάνα αλλά δεν τα κατάφερε επειδή ήτανε πολύ βαριά. Τότε σκέφτηκε να την σπάσει με σφυρί και να την μεταφέρει κομμάτι κομμάτι. Καθώς την έσπαγε όμως, αυτή έκανε δυνατό ήχο. Ανησυχώντας μήπως κάποιος άλλος την ακούσει και έρθει να την αρπάξει, γρήγορα βούλωσε τα αυτιά του και συνέχισε να χτυπάει την καμπάνα. Είναι κατανοητό ότι φοβήθηκε μήπως κάποιος άλλος θα ακούσει τον ήχο καμπάνας. Αλλά είναι αξιογέλαστο βέβαια που νόμισε ότι κανείς δεν θα τον άκουγε, βουλώνοντας τα δικά του αυτιά.
Η παροιμία αυτή, όπως λέει και ο τίτλος του κεφαλαίου «αυτεπίγνωση», κυρίως συμβολίζει τους ανθρώπους που δεν έχουν αυτογνωσία και εξαπατούν τον εαυτό τους. Για παράδειγμα, η παροιμία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση, «ποτέ δεν διαβάζεις και τώρα ονειρεύεσαι να μπεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών! Μοιάζεις με εκείνο που βουλώνει τα αυτιά του όταν κλέβει την καμπάνα.»