Οι άνθρωποι παλιά δεν είχαν ιδέα τι είναι η φωτιά και βέβαια δεν τη χρησιμοποιούσαν. Όταν έπεφτε η νύχτα, οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στο ατελείωτο σκοτάδι και τις κραυγές των άγριων θηρίων. Μπορούσαν μόνο να κάνουν θορύβους μέσα στο δάσος για να τα διώξουν και να ανατριχιάζουν από το φόβο. Χωρίς τη φωτιά, μπορούσαν να τρώνε μόνο ωμό κρέας και να πίνουν άβραστο νερό. Έτσι, οι αρρώστιες και ο θάνατος τους μάστιζαν και η ζωή τους ήταν σύντομη.
Τα προβλήματα και οι δυσκολίες αυτών των ανθρώπων συγκίνησαν ένα Θεό στον ουρανό, που λεγόταν Φουσί. Θέλησε να τους διδάξει τη χρήση της φωτιάς. Έτσι έριξε μια δυνατή βροχή στο δάσος που ζούσαν• οι κεραυνοί έπεσαν πάνω στα δέντρα, που άρχισαν να καίγονται αμέσως. Η φωτιά και οι αστραπές φόβισαν τους ανθρώπους. Όταν τελείωσε η βροχή, οι άνθρωποι μαζεύτηκαν ξανά στα καταφύγιά τους, ακόμη φοβισμένοι από το θέαμα των καμμένων. Ένας νέος άντρας, όμως, πρόσεξε ότι οι κραυγές των θηρίων που τους περιτριγύριζαν είχαν σταματήσει. «Μήπως τα έδιωξαν εκείνα τα φωτεινά πράγματα;» αναρωτήθηκε. Μάζεψε αρκετό κουράγιο, πήγε πιο κοντά στη φωτιά κι ένιωσε τη ζεστασιά της, πολύ καλοδεχούμενη στην παγωμένη υγρασία του δάσους. Φώναξε τους άλλους ανθρώπους για να ζεσταθούν κι αυτοί. Ακόμη πιο κατάπληκτοι, ανακάλυψαν ότι το κρέας των καμμένων νεκρών ζώων είχε καλύτερη γεύση από ό,τι το ωμό. Μετά άρχισαν να νιώθουν τη θαλπωρή της φωτιάς. Προσπάθησαν να τη συντηρήσουν βάζοντας ξύλα. Έβαλαν ανθρώπους να τη συντηρούν, μέρα με τη μέρα. Αλλά μια μέρα ο άνθρωπος που είχε βάρδια αποκοιμήθηκε και η φωτιά έσβησε. Οι άνθρωποι βυθίστηκαν και πάλι στο κρύο και το σκοτάδι.