Η μειονότητα των Μοίμπα ζει στο θιβετιανό οροπέδιο από την αρχαιότητα. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού βρίσκεται στην νότια περιοχή της Μοίμπας, με τον υπόλοιπο να βρίσκεται διασκορπισμένος στις επαρχίες Μέτονγκ, Νυνγκτσί και Τσόνα. Η γλώσσα των Μοίμπα ανήκει στην υπο-ομάδα μοίμπα της Θιβετιανής-Μιανμάρ ομάδας, η οποία ανήκει στην Σινο- Θιβετιανή γλωσσική οικογένεια. Η διάλεκτος είναι περίπλοκη. Μια και δεν έχει γραφή, οι περισσότεροι Μοίμπα μιλάνε και γράφουν στην θιβετιανή γλώσσα. Η επιβίωσή τους βασίζεται στην κτηνοτροφία, την δασοκομία, το κυνήγι, την χειροτεχνία και κυρίως στην γεωργία. Οι άνδρες και οι γυναίκες φοράνε χιτώνες φτιαγμένους από Πουλού (ένα είδος μάλλινου υφάσματος), καπέλα με καφέ κορωνούλες ή καπέλα από τσόχα. Οι γυναίκες φοράνε περιδέραια, σκουλαρίκια και άλλα κοσμήματα, ενώ οι άνδρες φέρουν παλτά που κρέμονται μέχρι την μέση τους. Και οι άνδρες και οι γυναίκες πίνουν κρασί και καπνίζουν. Τα βασικά τρόφιμα των Μοίμπα είναι ρύζι, καλαμπόκι, σιτάρι και τζιτζάογκου (ένα είδος κολλώδους κεχριού). Οι περισσότεροι Μοίμπα είναι οπαδοί του θιβετιανού Βουδισμού, ωστόσο, σε μερικές περιοχές εξασκείται ο παραδοσιακός σαμανισμός. Ο παραδοσιακός τρόπος ταφής των νεκρών είναι η υδατοταφή.