Η αλλαγή ζωής μιας κοπέλας που πριν χρόνια συγκλόνισε την Κίνα
Η φωτογραφία της Μπαμού Γιουμπουμού που κρατά την κόρη της ενώ κουβαλά ένα τεράστιο μπόγο γεμάτο πράγματα στην πλάτη της, άγγιξε τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων όταν τραβήχτηκε στις 30 Ιανουαρίου 2010. [Φωτογραφία / Xinhua]
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού για την Κινεζική Πρωτοχρονιά του 2010, μια φωτογραφία που τραβήχτηκε σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στην ανατολική πόλη Ναντσάνγκ, η οποία απεικόνιζε μια νεαρή εσωτερική μετανάστρια στο δρόμο για το πατρικό της, κρατώντας το μωρό της και έχοντας στην πλάτη έναν τεράστιο μπόγο γεμάτο πράγματα, άγγιξε βαθιά τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων εκείνη τη χρονιά.
Η φωτογραφία με τίτλο, ‘Μωρό μου, η Μαμά σε πάει Σπίτι’, έγινε πρωτοσέλιδα σε πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης ως το σύμβολο της αγάπης μιας μητέρας.
Έντεκα χρόνια μετά, ο φωτογράφος που τράβηξε τη φωτογραφία έψαξε και βρήκε τη μητέρα, η οποία σήμερα είναι 32 χρονών και ζει στο χωριό Ταογιουάν του Γιουεσί του αυτόνομου νομού Λιανγκσάν Γι, στην επαρχία Σιτσουάν της νοτιοδυτικής Κίνας. Εκεί μπόρεσε να δει από κοντά τις τεράστιες αλλαγές που σημειώθηκαν στο μικρό χωριό τα τελευταία χρόνια.
Έχοντας μετακομίσει στο νέο σπίτι της από σκυρόδεμα και τσιμέντο πριν από λίγο καιρό, η Μπαμού εξακολουθεί περιστασιακά να στοιχειώνεται από έναν εφιάλτη, στον οποίο τα παιδιά της δεν μπορούν να κοιμηθούν από το κρύο και το σπίτι καταρρέει.
Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, η Μπαμού κατοίκησε σε πλίνθινα σπίτια. Η διαμονή σε ένα σπίτι με αδιάβροχους τοίχους υπήρξε πάντα το όνειρό της.
Η Μπαμού χαμογελά κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, στις 22 Ιανουαρίου 2021. [Φωτογραφία / Xinhua]
Στο παρελθόν, δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα σπίτι της. Όταν έβρεχε, θυμάται το κρεβάτι και το πάπλωμα να βρέχονται και εκείνη με τον άνδρα της να προσπαθούν να βρουν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο τις διαρροές, για να τοποθετήσουν κουβάδες για το νερό της βροχής.
Η καλλιεργήσιμη γη είναι τόσο λίγη και άγονη στο χωριό της που οι κάτοικοι δυσκολεύονται να βγάλουν τα προς το ζην με τη γεωργία. "Σε μια κακή χρονιά, οι συγκομιδές ολόκληρου του έτους καταστρέφονται", όπως δηλώνει ο Λιου Τζιαν, ο πρώτος γραμματέας του χωριού.
Η οικογένεια της Μπαμού έχει 0,4 εκτάρια γης, στην οποία συνήθιζαν να φυτεύουν καλαμπόκι, πατάτες και φαγόπυρο. Η συγκομιδή ήταν ελάχιστη και δεν έφτανε για να θρέψουν την οικογένεια. Το ρύζι ήταν μια πολυτέλεια που δεν μπορούσαν να αγοράσουν.
Όταν η δεύτερη κόρη της γεννήθηκε το 2009, η Μπαμού ένιωσε βαθιά μέσα της τον φόβο ότι το κορίτσι της δεν θα μπορούσε ποτέ να φύγει από το βουνό, ακριβώς όπως αυτή. Εκείνη τη στιγμή πήρε την τολμηρή απόφαση, να φύγει έξω από το χωριό για δουλειά.
Η πάνω φωτογραφία δείχνει το παλιό χωριό όπου έζησε η Μπαμού ως παιδί και η κάτω φωτογραφία δείχνει το χωριό Ταογιουάν, όπου κατοικεί τώρα. [Φωτογραφίες / Xinhua]
Η φωτογραφία που γέμισε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το 2010, πάρθηκε τη στιγμή που μόλις είχε κλείσει 5 μήνες εργασίας στο Ναντσάνγκ, στην επαρχία Τζιανγκσί της Ανατολικής Κίνας, και επέστρεφε στο σπίτι για την οικογενειακή επανένωση της κινεζικής πρωτοχρονιάς.
Θυμάται ξεκάθαρα το ταξίδι από το Ναντσάνγκ στο σπίτι της πάνω στο βουνό Νταλιανγκσάν. Μεταφέροντας ένα τεράστιο μπόγο και άλλα πράγματα μαζί με την κόρη της, πήρε αρχικά ένα τρένο από το Ναντσάνγκ προς το Τσενγκντού, την πρωτεύουσα της επαρχίας Σιτσουάν, για ένα ταξίδι που διήρκεσε δύο μέρες και μια νύχτα, και μετά πέρασε άλλες 14 ώρες σε ένα τρένο προς την περιοχή της. Όταν έφτασε τελικά στο σπίτι της, ήταν μεσάνυχτα και για όλο το ταξίδι είχε ξοδέψει τρεις ημέρες και δύο νύχτες.
Τώρα, ο χρόνος ταξιδιού μεταξύ Ναντσάνγκ και Τσενγκντού έχει μειωθεί στις οκτώ ώρες χάρη στο άνοιγμα ενός σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας και το ταξίδι από το Τσενγκντού στην περιοχή Γιουεσί γίνεται σε 6 ώρες.
Η πρώτη δουλειά της Μπαμού στο Ναντσάνγκ ήταν η μετακίνηση τούβλων σε ένα εργοστάσιο τούβλων, για την οποία κέρδιζε περίπου 500 γιουάν το μήνα, "όχι ένα μεγάλο ποσό, αλλά καλύτερα από ό,τι θα έβγαζα στο χωριό", λέει η ίδια.
Η πάνω φωτογραφία δείχνει την μεγαλύτερη κόρη της Μπαμού να δείχνει το παλιό πλίνθινο σπίτι της οικογένειάς της, και η φωτογραφία κάτω να τακτοποιεί τα ρούχα της στο νέο της δωμάτιο. [Φωτογραφία / Xinhua]
Ως μέλος της εθνότητας Γι, η Μπαμού δεν μπορούσε να μιλήσει μανδαρίνικα - την τυπική εθνική γλώσσα της Κίνας. Ακόμη και τα εισιτήρια του τρένων αγοράστηκαν με τη βοήθεια των συγχωριανών της.
Η Μπαμού πέρασε την παιδική της ηλικία πάνω στο βουνό όπου στους πρόποδες, υπήρχε ένα σχολείο και οι μαθητές έπρεπε να περπατούν δύο ώρες για να φτάσουν. Έτσι, όπως και πολλά άλλα κορίτσια της περιοχής, η Μπαμού δεν πήγε ποτέ σχολείο.
Ενώ εργαζόταν στο εργοστάσιο της Ναντσάνγκ, άρχισε να μαθαίνει να μιλάει μανδαρίνικα και προσπάθησε να ενταχθεί στην νέα και άγνωστη γι’ αυτήν κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ημερών στην Ναντσάνγκ, το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Μπαμού ήταν η ασθένεια της δεύτερης κόρης της. Πίσω στο σπίτι, μπορούσε να πάει το κορίτσι σε νοσοκομείο στην κοντινή πόλη. Αλλά στη νέα πόλη, δεν ήξερε πώς να πάει στο νοσοκομείο. Έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι για να αναζητήσει θεραπεία για την κόρη της.
Η διάσημη φωτογραφία που τραβήχτηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Ναντσάνγκ το 2010 κατέγραψε ακριβώς τη στιγμή που η Μπαμού επέστρεφε στο σπίτι με τη δεύτερη κόρη της.
Η Μπαμού με τρία από τα παιδιά της, περπατούν σε έναν δρόμο, στις 22 Ιανουαρίου 2021. [Φωτογραφία / Xinhua]
Δυστυχώς όμως, το μικρό κορίτσι πέθανε από ασθένεια σε λιγότερο από έξι μήνες. Έκτοτε, η Μπαμού δεν έφυγε ποτέ από την περιοχή της για δουλειά. Το τρίτο μωρό της επίσης πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του το 2011.
"Εκείνη την εποχή, υπήρχε μόνο ένας χωματόδρομος που οδηγούσε προς τα έξω. Οι άνθρωποι ταξίδευαν με κάρο. Οι κακές συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης προκάλεσαν τους θανάτους πολλών νεογέννητων που γεννήθηκαν στο σπίτι", λέει η ίδια.
Η τύχη της οικογένειάς της άρχισε όμως να αλλάζει όταν ξεκίνησε στο χωριό ένα πρόγραμμα ανακούφισης από την φτώχεια. Ακολουθώντας τα βήματα πολλών γειτονικών χωριών, το ζευγάρι άρχισε να καλλιεργεί στον αγρό του καπνά και οπωροφόρα δέντρα.
Στο τέλος του πρώτου έτους της δοκιμαστικής φύτευσης, κέρδισαν λιγότερο από 6.000 γιουάν λόγω έλλειψης εμπειρίας. Ωστόσο, είδαν την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής και δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά της καταγράφηκε από την τοπική αυτοδιοίκηση ως φτωχή οικογένεια και έλαβαν βοήθεια, όπως, εκπαίδευση δεξιοτήτων και δωρεάν δενδρύλλια, για να καταφέρουν να βγουν από την φτώχεια.
Πανοραμική θέα στην επαρχία Σιτσουάν της Νοτιοδυτικής Κίνας δείχνει έναν αγροτικό δρόμο που οδηγεί στο σπίτι της Μπαμού. [Φωτογραφία / Xinhua]
Όταν απέκτησαν νέες καλλιεργητικές δεξιότητες, τα φύλλα καπνού πολλαπλασιάστηκαν όπως και τα εισοδήματά τους. Πέρυσι, το εισόδημα της οικογένειας έφτασε τα 100.000 γιουάν, και έχουν πλέον αφήσει την απόλυτη φτώχεια πίσω τους.
Το 2018, η οικογένεια έχτισε ένα νέο σπίτι από σκυρόδεμα και τσιμέντο, χάρη στην επιχορήγηση 40.000 γιουάν από την κυβέρνηση και 70.000 γιουάν που κατάφεραν να αποταμιεύσουν. Το νέο σπίτι είναι φωτεινό, καθαρό, με πλακάκια δαπέδου και εξοπλισμένο με οικιακές συσκευές, όπως ψυγείο και πλυντήριο ρούχων.
Επιπλέον, η οικογένεια λαβαίνει οικονομική στήριξη για την ιατρική περίθαλψη και την εκπαίδευση. Από το 2013, η Μπαμού έχει γεννήσει άλλα τρία παιδιά, όλα δωρεάν σε νοσοκομεία της κομητείας.
Το ζευγάρι συνεχίζει να εργάζεται έξω από το χωριό κατά την πιο χαλαρή αγροτική περίοδο για να κερδίσει επιπλέον χρήματα, αλλά η ζωή έχει βελτιωθεί σημαντικά, με το ρύζι, τα λαχανικά και το κρέας να βρίσκονται στο τραπέζι καθημερινά.
Κοιτώντας προς το μέλλον, η Μπάμου σήμερα εκφράζει μια επιθυμία. «Ελπίζω τα παιδιά μου να μελετούν πάντα σκληρά και να είναι ασφαλή. Πρέπει να προχωρούμε μπροστά ό,τι και αν μας συμβαίνει, είτε πρόκειται για φτώχεια είτε για άλλες αντιξοότητες».