Ελληνίδα μελετήτρια: Το Συνέδριο των Δημοκρατιών θα συμβάλλει στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος

2021-12-09 11:55:46 Πελαγία Καρπαθιωτάκη

Στις 9-10 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος Biden υλοποιεί μια προεκλογική δέσμευση του, που είναι η διοργάνωση του Συνεδρίου των Δημοκρατιών, το οποίο θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά με τη συμμετοχή 110 «δημοκρατικών» χωρών από όλο τον κόσμο. Η πρωτοβουλία αυτή, προκαλεί έντονες συζητήσεις σε διεθνές επίπεδο αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ τόσο ως προς το περιεχόμενο του Συνεδρίου όσο και ως προς τις πραγματικές επιδιώξεις του κι αυτό ενισχύεται από τον αυθαίρετο τρόπο επιλογής των κρατών που θα συμμετάσχουν καθώς δεν είναι σαφώς προσδιορισμένα τα κριτήρια επιλογής.

Πρόσφατα το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ δημοσίευσε τη λίστα των 110 χωρών που θα συμμετάσχουν στο Συνέδριο των Δημοκρατιών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το Freedom House, δηλαδή η αρμόδια Αρχή για τη Δημοκρατία και την ελευθερία με έδρα την Ουάσινγκτον, αριθμεί μόνο 91 δημοκρατίες. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ κάλεσαν επιπλέον 19 χώρες, δηλαδή το 19% των χωρών που θα συμμετάσχουν στο συνέδριο δεν θεωρούνται δημοκρατίες από την αρμόδια αρχή. Βέβαια, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν παραπέρα καθώς ήθελαν να προσκαλέσουν την πλειονότητα των χωρών στον κόσμο κάνοντας έτσι σε αρκετές περιπτώσεις «τα στραβά μάτια» και προσκαλώντας για παράδειγμα τρεις χώρες που το Freedom House χαρακτηρίζει ως μη ελεύθερες – την Αγκόλα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και το Ιράκ. Όσον αφορά την αφρικανική ήπειρο, η λίστα προσκεκλημένων περιλαμβάνει μόνο 17 αφρικανικές χώρες, το ένα τρίτο της ηπείρου, και μοιάζει περισσότερο με μια λίστα φίλων των ΗΠΑ στην Αφρική, καθώς αρκετές αφρικανικές χώρες με περισσότερη ελευθερία έχουν παραληφθεί. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι το βασικό κριτήριο επιλογής των κρατών για το Συνέδριο Δημοκρατίας δεν ήταν αν και κατά πόσο οι χώρες αυτές είναι δημοκρατικές αλλά η πραγματική στόχευση είναι η εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών επιδιώξεων των ΗΠΑ.

Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι παρόμοια προσπάθεια συγκέντρωσης των δημοκρατικών χωρών από τις ΗΠΑ είχε πραγματοποιηθεί και στο παρελθόν, το 2000, την περίοδο που οι ΗΠΑ ήταν ο αδιαμφισβήτητος παγκόσμιος ηγεμόνας. Τότε, λοιπόν, η Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Madeleine Albright με τον Πολωνό ομόλογο της Bronisław Geremek οργάνωσαν στη Βαρσοβία, την Κοινότητα των Δημοκρατιών όπου προσκεκλημένες ήταν 106 χώρες περίπου οι ίδιες με αυτές που καλούνται από τον πρόεδρο Biden το 2021. Οι 106 χώρες σε εκείνη τη διάσκεψη υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Βαρσοβίας που σκοπό είχε τη δημιουργία μιας Κοινότητας των Δημοκρατιών. Η πρωτοβουλία αυτή εγκαταλείφθηκε πολύ πιο σύντομα από ότι θα περίμενες κανείς.

Ένα άλλο αξιομνημόνευτο παράδοξο είναι ότι οι ΗΠΑ επιδιώκει να ηγηθεί αυτής της πρωτοβουλίας δηλαδή να συσπειρώσει τις χώρες με βασικό διακύβευμα τη Δημοκρατία ενώ η γνώμη που έχει ο κόσμος για την ποιότητα της αμερικανικής δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια είναι ότι βρίσκεται σε παρακμή και ιδιαίτερα μετά το 2005. Απόδειξη αυτής της αντίληψης είναι η πρόσφατη δημοσκόπηση του Pew Research Center (έδρα Ουάσινγκτον) σε 17 διαφορετικές χώρες, όπου το 57%, των ερωτηθέντων είπε ότι η δημοκρατία των ΗΠΑ δεν ήταν καλό παράδειγμα τα τελευταία χρόνια και μόνο το 17% των ερωτηθέντων είπε ότι η αμερικανική δημοκρατία προσφέρει ένα καλό παράδειγμα για άλλες χώρες. Αυτή η δημοσκόπηση δεν προκαλεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Καπιτώλιο ή τη δολοφονία του George Floyd που έκαναν το γύρω του κόσμου μέσω των ΜΜΕ.

Είναι λοιπόν προφανές, ότι το Συνέδριο της Δημοκρατίας που θα πραγματοποιηθεί στις 9-10 Δεκεμβρίου δεν αποτελεί μια πρωτοβουλία με αυτοσκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας στον πλανήτη προς όφελος των λαών αλλά «χρησιμοποιείται» η δημοτικότητας της ως εργαλείο για την επίτευξη των γεωπολιτικών επιδιώξεων των ΗΠΑ. «Ίσως η τωρινή δημοτικότητα της δημοκρατίας εξαρτάται από την ασάφεια της…», όπως αναφέρει η Wendy Brown από το Πανεπιστήμιο του Berkley, «που επιτρέπει στον καθένα να προσδέσει τα όνειρα του και τις ελπίδες του» και η Brown συνεχίζει λέγοντας ότι: «Η Δημοκρατία άνθησε σαν μια νέα παγκόσμια θρησκεία όχι σαν μια ειδοποιός μορφή εξουσίας και πολιτικής κουλτούρας αλλά σαν ένας βωμός ενώπιον του οποίου η Δύση και οι θαυμαστές της γονατίζουν σαν ένα θείο σχέδιο χάρη στο οποίο συλλαμβάνονται και νομιμοποιούνται οι αυτοκρατορικές σταυροφορίες».

Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ με τη συναίνεση του δυτικού κόσμου, για να νομιμοποιήσουν τον επεκτατισμό τους διαμόρφωσαν ένα σύμπλεγμα ιδεολογημάτων (δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα κ.α.) τα οποία χρησιμοποιούσαν ανάλογα με τους στόχους που έπρεπε να εξυπηρετήσουν. Η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ αναδείχθηκε ως ο κυρίαρχος στόχος και «η δημοκρατία» το ικανό και αναγκαίο ιδεολόγημα που θα συνέβαλε στην ανάσχεση της ΕΣΣΔ. Ιστορικά, οι διαχειριστές της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, όπως ο Κέναν, ο εμπνευστής της ανάσχεσης της ΕΣΣΔ, αλλά και ο Άντσεσον υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, ήταν συχνά περιφρονητικοί ως προς την πραγματική αξία της δημοκρατίας που υποτίθεται ότι υπερασπίζονταν, έστω κι αν στο δημόσιο λόγο η δημοκρατία είχε εξέχουσα σημασία για την αμερικάνικη αποστολή στον κόσμο. Ίσως η πρώτη φορά που έγινε δημόσια παραδοχή για το πώς η ηγεσία των ΗΠΑ αντιλαμβανόταν και χρησιμοποιούσε τις ηθικές αξίες, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, ήταν το 1998 στο Παρίσι, από τον Brzezinski, ο οποίος όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για το πώς γίνεται το βιβλίο του να είναι βυθισμένο στη realpolitik αλλά όταν εκείνος ήταν σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ επί προεδρίας του Jimmy Carter να είναι υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η απάντηση ήταν αφοπλιστική και ειλικρινής, λέγοντας ότι το ιδεολόγημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιήθηκε στο δόγμα Carter με στόχο την αποσταθεροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν σε απόλυτη συμφωνία με τον πρόεδρο κι όταν διαπίστωσαν ότι πέτυχε το στόχο του, αποφάσισαν να το κρατήσουν. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι οι ΗΠΑ διαχρονικά επιδιώκουν την κατασκευή οικουμενικών ιδεολογημάτων ως πολιτικά εργαλεία για την επίτευξη των στόχων τους, στα οποία διαθέτουν τα μέσα και την εμπειρία ώστε να δίνουν «δεσμευτική ερμηνεία» προκειμένου να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους.

Ο Έλληνας φιλόσοφος Κονδύλης, θέτει το θεωρητικό υπόβαθρο στο θέμα κι εξηγεί την αναγκαιότητα ανάδειξης ενός ιδεολογήματος, όπως για παράδειγμα η Δημοκρατία, εξηγώντας ότι το ιδεολόγημα επιτρέπει σε κάποιον να εγείρει ύψιστες αξιώσεις ισχύος αποκηρύσσοντας παράλληλα με έμφαση κάθε επιδίωξη ισχύος και κάθε βία καθώς μονάχα μια νομιμοποιημένη ισχύς είναι ικανή να ασκήσει εξουσία και μονάχα η ηθικά νομιμοποιημένη ισχύς μπορεί να στηρίξει μια εξουσία. Στο θέμα είχε αναφερθεί και ο Morgenthau ο οποίος θεωρούσε «χαρακτηριστική πτυχή τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής είναι ότι οι βασικές τους εκδηλώσεις δεν φαίνονται όπως πραγματικά είναι δηλαδή ως εκδηλώσεις του αγώνα για ισχύ. Αντίθετα, το στοιχείο της ισχύος, ως ο άμεσος στόχος της πολιτικής, ερμηνεύεται και δικαιολογείται με όρους ηθικούς, νομικούς ή βιολογικούς. Με άλλα λόγια, η πραγματική φύση της πολιτικής συγκαλύπτεται από ιδεολογικές δικαιολογίες και εξορθολογισμούς».

Διαχρονικά, λοιπόν, η Δημοκρατία παρουσιαζόταν από τις ΗΠΑ ως το αμερικανικό «δώρο» στον κόσμο το οποίο όμως στην πραγματικότητα πρωτίστως προστάτευε την ασφάλεια των ΗΠΑ και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της «συλλογικής ασφάλειας» η οποία στην πορεία θα γινόταν η εξωτερική ασπίδα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο πρόεδρος Biden προκειμένου να νομιμοποιήσει ηθικά την εξωτερική πολιτική του στο επίκεντρο της οποίας έχει τοποθετηθεί η ανάσχεση της Κίνας, κι αναγνωρίζοντας ότι δεν διαθέτει χρόνο και πόρους, χρησιμοποιεί ξανά ένα ιδεολόγημα μιας άλλης εποχής, όταν ο κόσμος ήταν δυτικό-κεντρικός, η ισχύς των ΗΠΑ αδιαμφισβήτητη και ο «αντίπαλος» ήταν η ΕΣΣΔ, η οποία είχε διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την Κίνα.

Είναι σαφές ότι η πρωτοβουλία του Biden εξυπηρετεί αποκλειστικά τους γεωπολιτικούς στόχους των ΗΠΑ για την ενίσχυση αφενός της συλλογικής ασφάλειας τους και αφετέρου να «βελτιώσει» το προφίλ της ως μια δύναμη που «ακόμα» μπορεί να ηγηθεί παγκόσμιων πρωτοβουλιών καθώς αυτό έχει υποστεί ισχυρά πλήγματα τα τελευταία χρόνια.

Η επίκληση παλαιών ιδεολογημάτων ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής μεταξύ άλλων αποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ διανύουν μια περίοδο κρίσης όχι μόνο στην ηγεμονία, την οικονομία, την κοινωνία αλλά κυρίως στο επίπεδο των ιδεών. Σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο, η προσπάθεια ανάσχεσης της Κίνας εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων για τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της, επομένως το διακύβευμα δεν είναι πλέον οικουμενικό και γι αυτό δεν μπορεί να είναι ελκυστικό, με αποτέλεσμα τα κράτη στην πραγματικότητα να μην ενδιαφέρονται οικειοθελώς να επιλέξουν μεριά σε αυτό τον ανταγωνισμό ισχύος κι όσα το κάνουν μάλλον «αναγκάζονται» να το πράξουν. Από την άλλη, τα ενδιαφερόμενα κράτη θα ήταν προτιμότερο να μην εμπιστεύονται την ειρήνη στους δήθεν αυτοματισμούς της οικονομίας και στις κοινότυπες θεωρίες περί δημοκρατίας αλλά να αναζητήσουν τις προϋποθέσεις στις πολιτικές ισορροπίες ισχύος μεταξύ των παγκοσμίων δυνάμεων.

Η πρωτοβουλία Biden για τo Συνέδριο των Δημοκρατιών δείχνει να αγνοεί την πραγματικότητα και τις παγκόσμιες προκλήσεις και να επιδιώκει να δαιμονοποιήσει τα κράτη που προκαλούν την αμερικανική παντοκρατορία στην προκειμένη περίπτωση την Κίνα και το πολιτικό σύστημα της. Όμως όπως αναφέρει ο Braudel στο βιβλίο του «Γεωγραφία διακρίσεων», θα πρέπει να γίνει συνείδηση ότι τα πιο σημαντικά σύγχρονα ζητήματα είναι αυτά που η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε ως σύνολο και τα οποία ήταν πολύ μεγάλα για να επιλυθούν από κάθε χώρα ξεχωριστά και πολύ πολύπλοκα για την ενσωμάτωση τους σε οποιαδήποτε ιδεολογία. Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις και μόνο ως σύνολο μπορεί να τις αντιμετωπίσει. Η πρωτοβουλία Biden όχι μόνο δεν θα καταφέρει να συσπειρώσει τα κράτη γύρω από τις ΗΠΑ αλλά θα συμβάλλει στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος.

(άρθρο από την Πελαγία Καρπαθιωτάκη)

Leaderboard

Κοινοποιήστε

Σχετικά νέα