Κινεζικοί Λαϊκοί Μύθοι (36) – το ζωγραφισμένο δέρμα (4ο μέρος)
Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο, η σύζυγος του Γουάνγκ, κα. Τσεν, προκειμένου να φέρει τον άνδρα της ξανά στην ζωή, με την συμβουλή του ταοϊστή πήγε να ζητήσει την βοήθεια ενός ζητιάνου.
Ο δύσοσμος ζητιάνος, χτυπώντας την Τσεν με το μπαστούνι του θυμωμένα και δυνατά, άρχισε να φωνάζει «τι περίεργο! Μου ζητά να φέρω ένα νεκρό ξανά στην ζωή. Με τι με θεωρεί, θεό του θανάτου;»
Ο κόσμος μαζευόταν γύρω τους σαν ένα τοίχο.
Η Τσεν άντεχε τα χτυπήματα όμως αργότερα ο ζητιάνος βαρέθηκε να την χτυπάει, και έφτυσε, το έδειξε στην Τσεν,και της είπε «φάτο!»
Η Τσεν άντεχε τα χτυπήματα όμως αργότερα ο ζητιάνος βαρέθηκε να την χτυπάει, και έφτυσε στο χέρι του, το έδειξε στην Τσεν,και της είπε «φάτο!»
Σταδιακά το πρόσωπο της Τσεν κοκκίνισε. Δίστασε πολύ. Όταν θυμήθηκε τα λόγια του ταοϊστή όμως, με μεγάλη ντροπή πήρε της απόφαση και το έφαγε. Αισθάνθηκε ότι το φλέγμα, μαλακό σαν βαμβακερή βάτα, κατέβηκε στον λαιμό της και σταμάτησε μέσα στο στήθος.
Ο ζητιάνος γέλασε δυνατά, «με αγαπάει τόσο πολύ η μορφωνιά!» Σηκώθηκε τότε και έφυγε χωρίς να ρίξει καμία ματιά στην Τσεν.
Η Τσεν τον ακολούθησε μέχρι ένα ναό, στον οποίο είδε τον ζητιάνο να μπαίνει μέσα αλλά όταν εκείνη τον ακολούθησε, δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά. Έψαχνε πολλές ώρες στον ναό αλλά δεν βρήκε κανένα ίχνος. Τελικά αναγκάστηκε να γυρίσει σπίτι απελπισμένη και ντροπιασμένα.
Η Τσεν και ο αδελφός ακολούθησε τον ταοϊστή μέχρι ένα ναό.
Το σώμα του άνδρα της ήταν ακόμα στο κρεβάτι με το στήθος του ανοιχτό χωρίς καρδιά. Η Τσεν έκλαιγε θλιμμένα δίπλα στο σώμα του άνδρα της και το μόνο που ειχε στο μυαλό της ήτανε να ακολουθήσει τον Γουάνγκ στο κάτω κόσμο.
Αποφάσισε να καθαρίσει τα αίματα και να τακτοποιήσει το σώμα. Οι άλλοι δεν τόλμησαν να πλησιάσουν και στέκονταν μακριά κοιτάζοντας μόνο.
Η Τσεν αγκαλλιάζοντας το σώμα άρχισε να τακτοποιεί τα έντερα καθώς έκλαιγε περίλυπα της ήρθε να κάνει εμετό και εκείνη την στιγμή αισθάνθηκε ένα πράγμα μέσα στο στήθος της να βγαίνει γρήγορα και να πέφτει στο σώμα του Γουάνγκ.
Ξαφνιασμένη κοίταξε το τραύμα του Γουάνγκ και είδε το πράγμα να είναι μια ανθρώπινη καρδιά, η οποία ακόμα χτυπούσε. Της φάνηκε φοβερό αλλά δεν είχε την ώρα να σκεφτεί τι συνέβη πραγματικά και βιαστικά με τα χέρια της έκλεισε το τραύμα του Γουάνγκ και το πίεσε με όλη την δύναμή της.
Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκε ένα πράγμα μέσα στο στήθος της να βγαίνει γρήγορα και να πέφτει στο σώμα του Γουάνγκ.
Η Τσεν έσχισε ένα βαμβακερό ύφασμα σε λουρίδες και έδεσε το στήθος του Γουάνγκ σφιχτά. Αγγίζοντας το σώμα αισθάνθηκε ότι η θερμοκρασία του άρχισε να ανεβαίνει σταδιακά. Το κάλυψε με πάπλωμα και τα μεσάνυχτα, ανακάλυψε ότι το σώμα ήδη ανέπνεε ελαφρά.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ο Γουάνγκ ξανά ήρθε στην ζωή σαν να είχε μόλις ξυπνήσει! Είπε ότι, «σαν να ονειρευόμουν αλλά πονούσε συνεχώς η καρδιά μου.»
Το τραύμα στο στήθος φαινόταν ότι είχε κλείσει και σύντομα συνήλθε πλήρως και πέρασε τα επόμενα χρόνια του σαν ένας κανονικός άνθρωπος.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ο Γουάνγκ ξανά ήρθε στην ζωή σαν να είχε μόλις ξυπνήσει!
Ένας σχολίασε, «τι χαζός ο κόσμος! Θεωρούν τα τέρατα ως όμορφες! Εσφαλμένος ο κόσμος! Θεωρούν τα σοφά λόγια ως τρελά. Για να καταλάβει κανείς την ομορφιά, δεν θα τον πείραζε που η σύζυγος του έφαγε το φλέγμα άλλου. »