Κινεζικοί Λαϊκοί Μύθοι (32) – το παγώνι πετά προς τα νοτιοανατολικά (3ο μέρος)
Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, παρόλο που η νύφη Λαντζί διώχθηκε από την πεθερά της, λίγες μέρες μετά την επιστροφή της στο δικό της πατρικό, ο δήμαρχος την ζήτησε για γάμο για τον τρίτο γιο του. Όμως, η Λαντζί αρνήθηκε. Αργότερα ο περιφερειάρχης έστειλε τον δήμαρχο ως προξενητή στο σπίτι της Λαντζί για πρόταση γάμου για τον πέμπτο γιο του περιφερειάρχη.
Η μητέρα της Λαντζί αυτή την φορά αρνήθηκε αμέσως, λέγοντας ότι «η κόρη μου έχει ορκιστεί να μην ξαναπαντρευτεί. Πώς μπορώ να πιέσω την κόρη μου να κάνει κάτι δεν θέλει;»
Όμως, ο μεγάλος αδελφός της Λαντζί ακούγοντας όλα αυτά στενοχωρήθηκε πολύ.
Όμως, ο μεγάλος αδελφός της Λαντζί ακούγοντας όλα αυτά στενοχωρήθηκε πολύ και είπε στην Λαντζί, «γιατί δεν ξανασκέφτηκες προτού να πάρεις απόφαση; Ο πρώην σύζυγός σου είναι απλώς ένας μικρός δημόσιος υπάλληλος στην περιφέρεια. Αλλά τώρα μπορείς να παντρευτείς με τον γιο του περιφερειάρχη, που είναι ωραίος και ταλαντούχος. Η καλή και κακή μοίρα διαχωρίζει τον σαν ουρανό και την γη. Θα ζήσεις μια τόσο άνετη και πλούσια ζωή αν ξαναπαντρευτείς. Δεν θέλεις να παντρευτείς έναν τόσο υπέροχο νεαρό, τι θα κάνεις στο μέλλον;»
Η Λαντζί σήκωσε το κεφάλι της και απάντησε, «έχεις δίκιο, αδελφέ μου. Όταν παντρεύτηκα, έπρεπε να ακολουθήσω τον σύζυγό μου. Τώρα που ξαναγύρισα στο σπίτι του αδελφού μου, πρέπει να ακολουθήσω την θέλησή σου. Παρόλο που έχω υποσχεθεί στον πρώην σύζυγό μου, δεν ξέρω αν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να τον ξανασυναντήσω. Να δεχτείτε την πρόταση γάμου αμέσως και θα ξαναπαντρευτώ.»
Ο προξενητής χάρηκε πολύ και πήγε στον περιφερειάρχη με θετική απάντηση. Η οικογένεια του περιφερειάρχη τότε ετοίμασε την τελετή γάμου με ενθουσιασμό και με μεγάλη προσοχή. Η τριακοστή ημέρα του μήνα είναι μια υπέροχη μέρα για τελετή γάμου αλλά εκείνη την στιγμή ήτανε ήδη 27 του μηνός. Παρόλο που υπήρχε βιασύνη, προετοίμασαν την τελετή με όλη την καρδιά τους. Δώρισαν στην οικογένεια της Λαντζί χρήματα και μετάξι ως δώρα του αρραβώνα και έστειλαν υπηρέτες στην πόλη Τζιαοτζόου και Γκουανγκτζόου για να αγοράσουν θαλασσινά και εξωτικά αγαθά. Εκατοντάδες άνθρωποι μαζεύτηκαν στο σπίτι του γαμπρού για να πάνε στο σπίτι της νύφης και να την καλωσορίσουν την επόμενη μέρα.
Η μητέρα της Λαντζί είπε, «αύριο θα είναι η τελετή γάμου. Γιατί δεν έχεις φτιάξει το νυφικό; Μην σταματήσεις την τελετή!»
Η Λαντζί γνώρισε τα χρεμέτισμα του αλόγου. Βγήκε έξω τρέχοντας συνειδητοποιώντας ότι είχε έρθει ο Τζονγκτσίνγκ.
Αμίλητα η Λαντζί άρχισε να ράβει το νυφικό με ψαλίδι και μετάξι, με τα δάκρυα να πέφτουν συνεχώς. Το σουρούπωμα ολοκλήρωσε ένα υπέροχο μεταξωτό νυφικό αλλά κάθε στιγμή που σκεφτότανε τον γάμο της επόμενης μέρας έκλαιγε γοερά.
Ο πρώην σύζυγός της Λαντζί ο Τζονγκτσίνγκ αφού δούλευε στην περιφέρεια άκουσε την είδηση αμέσως. Ζήτησε άδεια και γύρισε στην πόλη. Πλησιάζοντας το σπίτι της Λαντζί, στενοχωριόταν όλο και περισσότερο και ακόμα και το άλογό του χρεμέτιζε λυπημένα. Η Λαντζί γνώρισε τα χρεμέτισμα του αλόγου. Βγήκε έξω τρέχοντας συνειδητοποιώντας ότι είχε έρθει ο Τζονγκτσίνγκ. Αγγίζοντας το άλογο, η Λαντζί αναστέναξε, «Δεν περίμενα τα πράγματα μετά τον χωρισμό μας να πάνε διαφορετικά από ότι φανταστήκαμε. Δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες μας. Έχω τους γονείς μου και ο μεγάλος αδελφός με πίεσε. Τώρα που με έχουν παντρέψει με άλλο, δεν μπορείς να περιμένεις!»
Ο Τζονγκτσίνγκ είπε, «συγχαρητήρια που ξαναπαντρεύτηκες καλύτερα! Ο βράχος είναι σταθερός και μπορεί να επιμένει για χίλια χρόνια. Αλλά η καλαμιά παρότι είναι ισχυρή μια στιγμή, δεν μπορεί να κρατήσει την στάση της μακροπρόθεσμα. Η ζωή σου θα είναι όλο και πιο άνετη και θα έχεις όλο και πιο υψηλή θέση. Θα πάω στον κάτω κόσμο μόνος μου.»
Την επόμενη μέρα με την χαρούμενη μουσική να παίζει, η νύφη Λαντζί μπήκε στην αίθουσα τελετής γάμου.
Η Λαντζί απάντησε, «πώς μπορείς να λες τέτοια λόγια! Και οι δύο μας πιεστήκαμε από τους γονείς. Η μητέρα σου διέταξε να με διώξεις και ο αδελφός μου διέταξε να ξαναπαντρευτώ. Βασανιζόμαστε το ίδιο. Θα συναντηθούμε στον κάτω κόσμο. Να μην παραβιάσουμε τους σημερινούς όρκους.» Οι δύο τους τότε χώρισαν και γύρισαν στα δικά τους σπίτια.
Ο Τζονγκτσίνγκ πήγε στην μητέρα του λέγοντας, «σύντομα θα φύγω από τον κόσμο αφήνοντας την μητέρα μόνη. Είναι δική μου επιθυμία και μην κατηγορείς τους άλλους. Εύχομαι ότι θα ζήσεις σαν τα βουνά με μακροζωία και καλή υγεία.»
Η μητέρα κλαίγοντας είπε, «γεννήθηκες σε καλή οικογένεια και έχεις δημόσια θέση. Μην εγκαταλείψεις την ζωή για μια γυναίκα. Δεν φταις που την έδιωξες. Είναι φυσικό αφού προέρχεται από ταπεινή οικογένεια. Θυμάσαι την πανέμορφη κοπέλα στην γειτονιά μας που σου είπα; Έχω ήδη στείλει προξενητή για πρόταση γάμου και σύντομα θα δεχτεί.»
Πιάνοντας την φούστα της πήδηξε στην λιμνούλα της αυλής.
Ο Τζονγκτσίνγκ σιωπηλά σηκώθηκε και πήγε στο δικό του δωμάτιο αναστενάζοντας.
Την επόμενη μέρα με την χαρούμενη μουσική να παίζει, η νύφη Λαντζί μπήκε στην αίθουσα τελετής γάμου. Το σούρουπο μετά την τελετή γάμου η Λαντζί κάθησε μόνη της σκεφτόμενη, «σήμερα θα τελειώσει η ζωή μου. Η ψυχή μου θα φύγει από το σώμα για πάντα.» Πιάνοντας την φούστα της πήδηξε στην λιμνούλα της αυλής.
Ο Τζονγκτσίνγκ μαθαίνοντας την τραγωδία αυτή αυτοκτόνησε αφού κρεμάστηκε από ένα δέντρο.
Οι δύο οικογένειες τελικά αποφάσισαν να θάψουν τους δύο ερωτευμένους μαζί ως ζευγάρι.