Εύα Παπαζή
Στις 26 Απριλίου, ο γιγαντιαίος Βούδας στην επαρχία Σιτσουάν της νοτιοδυτικής Κίνας άρχισε να υποδέχεται ξανά τους τουρίστες μετά από εξάμηνες εξετάσεις ως μέρος της έρευνας για τα σχέδια επισκευής του. (φώτο/China News Service)
Ο γιγαντιαίος Βούδας του Λεσάν, ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα που βρίσκεται στην επαρχία Σιτσουάν της νοτιοδυτικής Κίνας, άρχισε να υποδέχεται ξανά τους τουρίστες μετά από έξι μήνες εξετάσεων που έγιναν για την καλύτερη επισκευή και συντήρησή του.
Το άγαλμα, ύψους 71 μέτρων που είναι ονομαστό ως ο μεγαλύτερος Βούδας στον κόσμο, «κάθεται» έξω από την πόλη Λεσάν. Τα τελευταία χρόνια είχαν παρατηρηθεί ρωγμές και σημάδια στο στήθος και την κοιλιά του, σύμφωνα με την επιτροπή διαχείρισης της γραφικής περιοχής του Λεσάν.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, η οποία διήρκεσε από τις 8 Οκτωβρίου έως τα τέλη Μαρτίου, καλύφθηκε πλήρως ή μερικώς το κύριο σώμα του αγάλματος του Βούδα. Η εξέταση έγινε με τη χρήση τεχνολογίας αιχμής, όπως η 3D σάρωση με λέιζερ και οι μέθοδοι ειδικής αντίστασης υψηλής πυκνότητας, με drones.
Πριν από την αποκατάσταση, εκατοντάδες φυτά, συμπεριλαμβανομένων λειχήνων και βρύων, είχαν αναπτυχθεί στην επιφάνεια του Βούδα. Τα αφαιρεμένα φυτά μετατράπηκαν στη συνέχεια σε μοναδικά τουριστικά προϊόντα που τώρα πωλούνται ως τα "τυχερά φυτά του Βούδα".Επί του παρόντος, έχουν πωληθεί συνολικά πάνω από 80.000 τέτοια αναμνηστικά, φέρνοντας πάνω από 2 εκατομμύρια γιουάν (297.000 δολάρια ΗΠΑ) στη γραφική περιοχή.
Το άγαλμα του Βούδα, σκαλισμένο σε γκρεμό στο βουνό Λεσάν και με θέα σε τρία ποτάμια, δημιουργήθηκε στη διάρκεια μιας περιόδου 90 χρόνων από το έτος 713, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τανγκ (618-907).
Το άγαλμα που έχει καταχωρηθεί ως Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά από την UNESCO δέχτηκε αρκετές επισκευές και ελέγχους κατά το παρελθόν. Το 2001, πραγματοποιήθηκε ένα έργο καθαρισμού του σώματος και των κατασκευών από τσιμέντο, επιδιορθώθηκαν ρωγμές και εγκαταστάθηκαν σωληνώσεις αποχέτευσης, οι οποίες κόστισαν 250 εκατομμύρια γιουάν. Αργότερα, το 2007, ο Βούδας έκανε και «λίφτινγκ» για την αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκληθεί από τις καιρικές συνθήκες και την όξινη βροχή.