Του Δρος Γιώργου Τζογόπουλου, ιδρυτή του chinaandgreece.com
Καθώς η πρωτοβουλία της Ζώνης και του Δρόμου αναπτύσσεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ορισμένα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης εκφράζουν ανοιχτά επιφυλάξεις. Για την ακρίβεια, δίνουν έμφαση σε μικρές χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, θεωρώντας πως η Κίνα «εξαγοράζει» με τα χρήματά της πολιτικές τοποθετήσεις που την ευνοούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ελλάδα. Και αυτό γιατί πριν από τρεις περίπου μήνες η Ελλάδα άσκησε βέτο, εμποδίζοντας μια κοινή ευρωπαϊκή ανακοίνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα της Κίνας. Ακολούθως, τόσο η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, όσο και ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, εμφανίζονται διατεθειμένοι να αυξήσουν τους ελέγχους τους σε πιθανές μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ρωτήθηκε σχετικά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, όπου η Κίνα είναι φέτος τιμώμενη χώρα. Απάντησε ότι η Ελλάδα κερδίζει από τις κινεζικές επενδύσεις, για παράδειγμα στο λιμάνι του Πειραιά, και πως δεν ανησυχεί για τον σκεπτικισμό Βερολίνου και Παρισίων. Μάλιστα, αυτά είπε στον Μακρόν, ο οποίος πρόσφατα επισκέφθηκε την Αθήνα. Επίσης, μία μέρα πριν από την απάντηση του Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη, ο Πρέσβης της Κίνας στην Ελλάδα, Τζόου Σιαολί, είχε γράψει σε άρθρο του πως η ενίσχυση της σινοελληνικής συνεργασίας «δεν εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των δύο χωρών, θα είναι επίσης επωφελής για την ανάπτυξη Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου».
Η καχυποψία για την Κίνα σε ορισμένα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης πηγάζει, κατά μείζονα λόγο, από τον διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησής της. Αν κάποια δυτική χώρα πραγματοποιούσε αντίστοιχες επενδύσεις, δεν θα υπήρχε τέτοια κριτική. Η Κίνα, ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται να διχάσει την Ευρώπη ούτε επενδύει με αντάλλαγμα την πολιτική υποστήριξη. Αν αυτό συνέβαινε στην περίπτωση της Ελλάδας, τότε οι κινεζικές επενδύσεις θα ήταν πολύ περισσότερες, ιδίως μετά το βέτο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επενδύσεις γίνονται μόνον κατόπιν διαγωνισμών, όπου κατατίθενται προσφορές. Άλλες φορές οι κινεζικές εταιρείες κερδίζουν και άλλες χάνουν. Ισχύουν τα ίδια κριτήρια για όλες τις εταιρείες. Δεν έχουν προβάδισμα οι κινεζικές. Η FOSUN, για παράδειγμα, απέτυχε να αγοράσει πρόσφατα την Εθνική Ασφαλιστική.
Επίσης, καθώς ο κόσμος γίνεται πολυπολικός και η παγκοσμιοποίηση συνεχίζεται, οι κινεζικές επενδύσεις δεν στρέφονται εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλο που υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών, η Κίνα επιθυμεί την αρμονική οικονομική συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και υποστηρίζει σθεναρά την ιδέα της περαιτέρω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με εφαλτήριο τις κινεζικές επενδύσεις, ίσως ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες δραστηριοποιηθούν περισσότερο, πραγματοποιήσουν νέα έργα και συμπληρώσουν τις πρώτες. Για αυτό, άλλωστε, έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται συγκεκριμένες πλατφόρμες. Το Πεκίνο συμμετέχει στην Πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Επενδύσεις ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικoδόμησης και Ανάπτυξης έχει υπογράψει συμφωνίες με την Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων.
Η Ευρώπη δεν πρέπει να φοβάται την Κίνα. Αντίθετα, παρά τις φυσιολογικές διαφορές, χρειάζεται να διευρύνει ακόμα περισσότερο τη συνεργασία μαζί της. Έτσι, μπορεί να υπάρξει κοινή πρόοδος και ευημερία και να ενισχυθεί ο διάλογος για την εύρεση κοινού τόπου ακόμα και σε δύσκολα ζητήματα.