Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο μέρος, ο γέρος Τζανγκ και ο νεαρός Τζανγκ απείλησαν τις δύο χήρες, την κυρία Τσάι και την Ντόου'ερ, για να τους παντρευτούν. Αυτό που προκάλεσε όλα αυτά είναι ότι οι δύο Τζανγκ έσωσαν την κυρία Τσάι από τον γιατρό Λου, ο οποίος προσπάθησε να σκοτώσει την Τσάι επειδή δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τα χρέη του.
[Δεύτερη σκηνή]
Ο γιατρός Λου ανεβαίνει στην σκηνή, μονολογώντας, «Είμαι ειδικευμένος γιατρός. Έχω 'θεραπέψει' πολλούς ασθενείς εντελώς από τον πόνο τους, μέσω του θανάτου. Αλλά δεν φοβάμαι τις κατηγορίες. Στην πόλη κατοικεί μια γριά κυρία Τσάι. Επειδή της χρωστάω 20 Λιάνγκ ασήμι, ήρθε πολλές φορές να ζητήσει να την ξεπληρώσω. Ενοχλημένος την εξαπάτησα οδηγώντας της στην εξοχή όπου προσπάθησα να την πνίξω. Αχ, όμως, δεν ήμουνα καλά προετοιμασμένος. Δύο άγνωστοι άνδρες μας είδαν και φώναξαν. Φοβισμένος έτρεξα. Αν και δεν με ψάχνει κανείς όλη μέρα και όλη νύχτα, ανησυχώ ακόμα. Κατάλαβα ότι μια ζωή έχει τεράστιο βάρος και είναι μεγάλη η αμαρτία μου που θεωρούσα την κάθε ζωή αδιάφορη. Θα αλλάξω από αυτή την στιγμή. Για όλους τους ασθενείς που θεράπεψα μέσω θανάτου, θα τους καίω βουδιστικά σούτρα για να έχουν ειρήνη στον άλλο κόσμο.
Ο γιατρός Λου συνέχισε, «Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα χρωστάω 20 Λιάνγκ ασήμι στην κυρία Τσάι. Πώς να την αντιμετωπίσω αν έρθει και άλλη φορά να τα ζητήσει; Όπως λέει η τελευταία λύση στα 36 στρατηγήματα της τέχνης του πολέμου, θα φύγω. Καλά που είμαι ελεύθερος, χωρίς οικογένεια να με εμποδίσει. Γιατί να μην μαζέψω όλα όσα έχουν αξία και να τα μεταφέρω σε μια άλλη πόλη; Θα ασχοληθώ με κάτι άλλο. Θα ξεκινήσω μια νέα ζωή!»
Ο νεαρός Τζανγκ ανεβαίνει στην σκηνή και μονολογεί, «Είμαι ο Τζανγκ Λιού'ερ. Έχω δοκιμάσει πολλούς τρόπους αλλά εκείνη η Ντόου'ερ δεν θέλει να υπακούσει ακόμα. Τώρα η γέρα Τσάι αρρώστησε σοβαρά. Πάω να βρω ένα δηλητήριο για αυτή. Όταν η γριά πεθάνει, θα πάρω την Ντόου'ερ επιτέλους.»
Ο νεαρός Τζανγκ περπατά λίγο και στην συνέχεια ξαφνικά σταματά, «Μια στιγμή, στην πόλη έχει κόσμο σε κάθε γωνία με αυτιά και μάτια. Όταν μάθουν ότι ψάχνω δηλητήριο, θα το διαδώσουν σε όλη την πόλη. Προχθές είδα ένα φαρμακείο στην νότια πύλη της πόλης. Εκεί δεν έχει κόσμο. Τέλειος τόπος να αγοράσω δηλητήριο.»
Έτσι ο νεαρός Τζανγκ μπαίνει μέσα στο φαρμακείο του γιατρού Λου και του λέει, «Γιατρέ, ήρθα να αγοράσω βότανο.»
Ο γιατρός Λου ρωτά, «Τι βότανο θέλεις;»
Ο νεαρός Τζανγκ είπε, «Ένα δηλητήριο.»
Ο γιατρός Λου είπε, «Ποιος τολμάει να πωλήσει δηλητήριο; Τι άξεστος που είσαι!»
Ο νεαρός Τζανγκ ρώτησε, «Είσαι σίγουρος ότι δεν θες να μου δώσεις δηλητήριο;»
Ο γιατρός Λου είπε, «Δεν θα σου δίνω, τι θα κάνεις;»
Ο νεαρός Τζανγκ πιάνει τότε τον γιατρό Λου και του λέει, «Ωραία. Προχθές δεν ήσουν εσύ που πήγες να πνίξεις την κυρία Τσάι; Νομίζεις ότι δεν σε θυμάμαι; Τώρα θα σε καταγγείλω!»
Ο γιατρός Λου πανικοβλήθηκε και είπε, «Κύριε, έχω δηλητήρια, έχω! Να με αφήσετε ήσυχο!»
Αμέσως ο γιατρός Λου έδωσε ένα μικρό πακέτο στον νεαρό Τζανγκ.
Ο νεαρός Τζανγκ είπε, «Αφού μου έδωσες το δηλητήριο, θα σε αφήσω. Τι ανεκτικός και μεγαλόψυχος που είμαι!»
Ο νεαρός Τζανγκ κατεβαίνει από την σκηνή.
Ο γιατρός Λου είπε, «Τι κακή τύχη! Εκείνος που ζήτησε το δηλητήριο είναι ο ίδιος που έσωσε την Τσάι. Τώρα που του έδωσα το δηλητήριο, στο μέλλον μια μέρα που όλα αυτά θα αποκαλύφθηκαν, θα με εμπλέξει. Καλύτερα να κλείσω το φαρμακείο το γρηγορότερο δυνατόν. Θα πάω στην πόλη Τζούτζοου να πουλάω ποντικοφάρμακα.»
Ο γιατρός Λου κατεβαίνει από την σκηνή.
Θα δολοφονήσει ο νεαρός Τζανγκ την κυρία Τσάι με το δηλητήριο; Θα δούμε την επόμενη φορά.