Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος, το 7χρονο κορίτσι, η Ντόου Ντουανγιούν έμεινε με την πεθερά της, αφότου ο πατέρας της έφυγε στην πρωτεύουσα για τις αυτοκρατορικές εξετάσεις προκειμένου να πάρει μια δημόσια θέση ως αξιωματούχος της αυτοκρατορίας.
[Πρώτη Σκηνή:]
(13 χρόνια μετά.)
Ανεβαίνει στην σκηνή ο Λου ντυμένος ως γιατρός μονολογώντας, «Είμαι ένας γιατρός. Δεν μπορώ να θεραπεύσω τους πεθαμένους για να ξαναέρθουν στην ζωή αλλά μπορώ να… θεραπεύσω τους ζωντανούς ώστε να πεθάνουν. Με φωνάζουν Γιατρό Λου. Έχω ένα φαρμακείο κοντά στην νότια πύλη της κομητείας. Εκεί μένει και η κυρία Τσάι. Μου δάνεισε 10 Λιάνγκ ασήμι και τώρα πρέπει να της ξεπληρώσω 20 Λιάνγκ. Ήρθε πολλές φορές να ζητήσει τα λεφτά αλλά δεν έχω καθόλου. Αν δεν ξαναέρθει, όλα καλά. Αν ξαναέρθει όμως να μαζέψει τα χρωστούμενα, έχω μια καλή ιδέα. Θα καθίσω στο φαρμακείο μου περιμένοντας.»
Η κυρία Τσάι ανεβαίνει στην σκηνή μονολογώντας, «Είμαι η κυρία Τσάι. Μετακόμισα στην κομητεία αυτή που είναι μικρή αλλά ήρεμη. Πριν από 13 χρόνια, ο νεαρός λόγιος Ντόου Τιεντζάνγκ άφησε την κόρη του Ντουανγιούν για να γίνει νύφη μου. Τώρα την φωνάζω Ντόου'ερ. Πριν από 5 χρόνια, η Ντόου'ερ και ο γιος μου παντρεύτηκαν. Δυστυχώς όμως, πριν από 3 χρόνια ο γιος μου πέθανε. Τώρα η τρίχρονη περίοδος πένθους τελείωσε. Είπα στην νύφη μου ότι θα πάω στο σπίτι του γιατρού Λου να ζητήσω τα χρέη. Έφτασα.»
Η κυρία Τσάι ρωτά, «Γιατρέ, είσαι σπίτι;»
Ο γιατρός Λου απαντά, «Ναι, έλα μέσα.»
Η κυρία Τσάι λέει, «Για το ασήμι που σου δάνεισα, έχει περάσει η προθεσμία να μου το επιστρέψεις εδώ και καιρό. Να μου το επιστρέψεις γιατρέ.»
Ο γιατρός Λου απαντά, «Δεν έχω ασήμι εδώ. Έλα μαζί μου στην αυλή μου στα προάστια.»
Η κυρία Τσάι είπε, «Μάλιστα, σε ακολουθώ.»
(Οι δύο συμπεριφέρονται σαν να περπατούν μακριά, πάνω στην σκηνή).
Ο γιατρός Λου μονολογεί, «Τέλειο σημείο. Δεν περνάει κανείς από κοντά. Αν δεν την σκοτώσω εδώ, ποιο άλλο καλύτερο μέρος μπορεί να ανακαλύψω στον δρόμο; Έχω μαζί μου το σκοινί.»
Ο γιατρός Λου είπε στην κυρία Τσάι, «Κυρία, ποιος σε φώναξε; άκουσες;»
Η κυρία Τσάι κοίταξε γύρω, «Πού είναι;»
Ο γιατρός Λου αμέσως δένει με το σκοινί τον λαιμό της κυρίας Τσάι προσπαθώντας να την πνίξει.
Την κρίσιμη στιγμή όμως δύο άνδρες, ένας ηλικιωμένος και ένας νεαρός εμφανίζονται τρέχοντας στην σκηνή.
Ο γιατρός Λου φοβισμένος, διαφεύγει (κατεβαίνει από την σκηνή).
Ο νεαρός που ονομάζεται Τζανγκ Λιούερ, τον οποίο θα αναφέρουμε παρακάτω ως νεαρό Τζανγκ, λέει, «Κοίτα, πατέρα. Μια γυναίκα που κόντεψε να πέσει θύμα στραγγαλισμού.»
Ο γέρος Τζανγκ ρωτά, «Κυρία, από πού είσαι; Το όνομά σου; Γιατί εκείνος προσπάθησε να σε σκοτώσει;»
Η κυρία Τσάι είπε, «Το επώνυμό μου είναι Τσάι. Μένω στην πόλη μόνη με την χήρα νύφη μου. Επειδή ο γιατρός Λού μου χρωστά 20 Λιάνγκ ασήμι, πήγα να του τα ζητήσω. Δεν περίμενα ότι θα με έφερνε μέχρι εδώ να με σκοτώσει. Αν δεν περνούσατε, θα ήμουν νεκρή ήδη. Σας ευχαριστώ πολύ.»
Ο νεαρός Τζανγκ είπε, «Πατέρα, την άκουσες; Μόνο δύο χήρες στην οικογένειά της. Την σώσαμε, πρέπει να μας ευχαριστήσει. Τι λες εσύ να πάρεις αυτή την γυναίκα και εγώ να πάρω την νύφη της; Τι βολικό που είναι! Πες της.»
Ο γέρος Τζανγκ τότε είπε, «Κυρία, εσύ δεν έχεις άνδρα. Εγώ δεν έχω γυναίκα. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; Τι λες;»
Η κυρία Τσάι αρνήθηκε λέγοντας, «Τι τρελά πράγματα λες. Όταν γυρίσω σπίτι, θα σας χαρίσω ασήμι για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.»
Ο νεαρός Τζανγκ είπε, «Δηλαδή, δεν μας θέλεις και προσπαθείς να μας εξαγοράσεις με λεφτά; Το σκοινί του γιατρού είναι ακόμα εδώ, καλύτερα να τον βοηθήσω να σε σκοτώσει!»
Τι συνέβη στην συνέχεια; Θα σας πούμε την επόμενη φορά.