Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος, ο λόγιος Ντόου επειδή δεν μπόρεσε να ξεπληρώσει τα χρέη και τους τόκους από το δάνειο που πήρε από την γερόντισσα Τσάι, αναγκάστηκε να αρραβωνιάσει την 7χρονη κόρη του στον 8χρονο γιο της.
Πάνω στην σκηνή, η Τσάι ανοίγει την πόρτα και λέει στον Ντόου, «Λόγιε, καλώς ήρθατε. Σας περίμενα.»
Ο Ντόου είπε, «Σήμερα φέρνω την κόρη μου στο σπίτι σας. Δεν τολμώ να πω να είναι νύφη σας, απλώς να γίνει υπηρέτρια σας. Αυτή την στιγμή φεύγω για την πρωτεύουσα για τις αυτοκρατορικές εξετάσεις. Αφήνω την κόρη μου στο σπίτι σας. Ελπίζω μονάχα ότι μπορείτε να την φροντίσετε.»
Η Τσάι του απαντά, «Ωραία, είμαστε συγγενείς εξ αγχιστείας τώρα. Μου χρωστάτε 40 Λιάνγκ ασήμι συν τους τόκους. Αυτό είναι το πιστοποιητικό του δανείου. Πάρτε το. Και εδώ είναι άλλα 10 Λιάνγκ ασήμι για εσάς, για τον δρόμο.»
Ο Ντόου την ευχαριστεί λέγοντας, «Χίλιες ευχαριστίες. Είστε πολύ καλόκαρδη. Μια μέρα πρέπει να ξεπληρώσω την καλοσύνη σας. Η κόρη μου δεν είναι πολύ έξυπνη, παρακαλώ να την φροντίσετε.»
Η Τσάι είπε, «Βέβαια. Θα της φερθώ σαν δική μου κόρη. Μην ανησυχείτε. Να πάτε στην πρωτεύουσα να κερδίσετε μια δημόσια θέση.»
Ο Ντόου είπε, «Κυρία, όταν η κοπέλα κάνει λάθος και αξίζει να φάει ξύλο, σας παρακαλώ να της φωνάζετε μόνο. Και όταν αξίζει να την βρίσετε σας παρακαλώ να της κάνετε παρατήρηση μόνο.» Γυρνώντας στην κόρη του Ντουανγιούν, «Παιδί μου, από αυτή την στιγμή, όλα αλλάζουν για σένα. Εγώ είμαι πατέρας σου και ανέχομαι ότι κάνεις. Αλλά τώρα σε άλλο σπίτι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι καλά αλλιώς θα φας ξύλο. Παιδί μου, δεν θέλω να σε αφήσω αλλά δεν έχω άλλη λύση.»
Ο Ντόου τραγουδά λυπημένα, «Λόγω φτώχειας, αναγκάστηκα να χωρίσω με το δικό μου παιδί. Σήμερα αναχωρώ προς την μακρινή πρωτεύουσα, δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω. Με ραγισμένη καρδιά φεύγω.»
Ο Ντόου κατεβαίνει από την σκηνή.
Η Τσάι αναφωνεί, «Ο λόγιος Ντόου άφησε την κόρη του να γίνει νύφη μου. Εκείνος πήγε στην πρωτεύουσα για τις αυτοκρατορικές εξετάσεις ελπίζοντας να κερδίσει μια δημόσια θέση.»
Η κόρη Ντουανγιούν κλαίγοντας, «Μπαμπά, έτσι έφυγες μακριά μου!»
Η Τσάι λέει στο κορίτσι, «Στο σπίτι μου, είμαι η πεθερά σου και εσύ είσαι νύφη μου. Μην κλαις, να με θεωρείς ως μαμά σου. Έλα μαζί μου για φαγητό.»
Και οι δύο κατεβαίνουν από την σκηνή.
Έτσι τελειώνει η εισαγωγή του θεατρικού έργου. Η Τσάι δεν είναι κακιά γυναίκα. Πως συνέβη η τραγωδία της Ντόου να είναι τόσο μεγάλη ώστε και ο ουρανός από την λύπη του να χιονίσει το καλοκαίρι; Θα δούμε την επόμενη φορά.
Τασία