Όπως αναφέραμε προηγουμένως, η Ταν Τζιέρ μεταμφιεσμένη ψαράς πήγε να συναντήσει τον Γιάνγκ, ο οποίος με την αυτοκρατορική διαταγή και το αυτοκρατορικό σπαθί πήγε προς την πόλη Ταντζόου για να σκοτώσει τον Μπάι Σιτζόνγκ προκειμένου να αρπάξει την Ταν ως παλλακίδα του.
Ο ακόλουθος Τζανγκ οδήγησε την Ταν μπροστά στον Γιάνγκ. Παρόλο που η Ταν ήταν μεταμφιεσμένη, το πρόσωπό της φάνηκε γνωστό στον Γιάνγκ. Ο Γιάνγκ ρώτησε, «Αχ, μου φαίνεσαι γνωστή. Είσαι…»
Η Ταν απάντησε, «Είμαι η κουνιάδα Τζανγκ. Ο άνδρας μου είναι ο Τζανγκ Ερσούν. Αγοράζετε συχνά τα ψάρια μας. Δεν μας θυμάστε;»
Ο Γιάνγκ είπε, «Εμ…η κουνιάδα Τζανγκ…»
Ο ακόλουθος Τζανγκ είπε, «Κύριε δήμαρχε, πράγματι υπάρχει μια κουνιάδα Τζανγκ.»
Ο Γιάνγκ είπε, «Σίγουρα. Αλλά πώς ήρθες στην πόλη Ταντζόου;»
Η Ταν είπε, «Ψαράδες είμαστε. Ταξιδεύουμε παντού στους ποταμούς ακολουθώντας τα ψάρια.»
Ο Γιάνγκ είπε, «Έχεις δίκιο. Ακόμα και τα μεσάνυχτα πουλάνε ψάρια; Δεν υπάρχουν πελάτες.»
Ο ακόλουθος Τζανγκ είπε, «Κύριε δήμαρχε, πράγματι υπάρχει μια κουνιάδα Τζανγκ.»
Η Ταν είπε, «Σήμερα έπιασα ένα χρυσό κυπρίνο. Άκουσα που ήρθατε στο λιμανάκι και ήρθα να σας προσφέρω τον κυπρίνο.»
Ο Γιάνγκ γέλασε, «Καλά καλά. Στεναχωριόμουνα που δεν υπήρχε ένα καλό πιάτο. Ο κυπρίνος σου έφτασε στην κατάλληλη στιγμή. Τζανγκ, πάρε το ψάρι και πες στην κουζίνα να το μαγειρέψουν αμέσως. Περιμένω το πιάτο για το κρασί μου.»
Η Ταν είπε, «Να σας το μαγειρέψω εγώ κύριε.»
Ο Γιάνγκ είπε, «Μην κουράζεις τα τόσο λευκά και απαλά χέρια σου. Τζανγκ, πήγαινε τώρα.»
Ο ακόλουθος Τζανγκ πήγε το ψάρι από την Ταν και κατέβηκε.
Ο Γιάνγκ είπε, «Κουνιάδα Τζανγκ, μπορείς να πιείς κρασί μαζί μου απολαμβάνοντας το φεγγάρι;»
Η Ταν είπε, «Τι θα πει απολαμβάνοντας το φεγγάρι;»
Ο Γιάνγκ είπε, «Να πιούμε κρασί βλέποντας το φεγγάρι. Τι λες;»
Η Ταν είπε, «Μάλιστα.»
Στην συνέχεια, η Ταν με διάφορα όμορφα λόγια έπεισε τον Γιάνγκ να πιεί πολλά ποτήρια κρασιού. Ακόμα του πρότεινε να γράψει ένα ποίημα, παρόλο που το γράψιμό του ήτανε πολύ άτεχνο και ακουγόταν σαν «το μισοφέγγαρα ρίχνει φώς στο κτίριο, το κτίριο είναι πολύ ψηλό που φοβάμαι να πέσω από αυτό. Σήμερα συνάντησα την κουνιάδα Τζανγκ, εκείνη μου έφερε ένα μεγάλο ψάρι.»
Η Ταν όμως επαίνεσε πολύ το ποίημα του και κράτησε το χαρτί όπου το έγραψε ο Γιάνγκ.
Στην συνέχεια, η Ταν με διάφορα όμορφα λόγια έπεισε τον Γιάνγκ να πιεί πολλά ποτήρια κρασιού.
Ο Γιάνγκ με τα κρασί είπε, «Κουνιάδα Τζανγκ, μια τόσο όμορφη γυναίκα σαν σένα πώς και παντρεύτηκες ένα ψαρά; Αν θέλεις, θα σε κάνω την τρίτη γυναίκα μου.»
Η Ταν είπε, «Αχ, κύριε, έχω σύζυγο.»
Ο Γιάνγκ είπε, «Έχεις σύζυγο; Δεν πειράζει! Έχω λεφτά, και εξουσία. Θα δώσω στο σύζυγό σου λίγο ασήμι να βγάλει το διαζύγιο.»
Η Ταν είπε, «Γίνεται αυτό;»
Ο Γιάνγκ είπε, «Βέβαια. Δεν πειράζει. Αν δεν με πιστεύεις, να σου γράψω μια εγγύηση.»
Η Ταν είπε, «Τι; Μπορείτε να μου γράψετε μια εγγύηση;»
Ο Γιάνγκ είπε, «Και βέβαια! Τι λες;»
Η Ταν είπε, «Καλή ιδέα. Να την γράψετε τότε.»
Έτσι ο Γιάνγκ έγραψε μια εγγύηση και την έδωσε στην Ταν.
Ο Γιάνγκ είπε, «Ορίστε. Πάρε να την δώσεις στον σύζυγό σου.»
Η Ταν είπε, «Σας ευχαριστώ!»
Ο Γιάνγκ είπε, «Τίποτα. Όταν δει το χαρτί, θα με παντρευτείς αμέσως.»
Η Ταν είπε, «Ασφαλώς.»
Ο Γιάνγκ με τα κρασί είπε, «Κουνιάδα Τζανγκ, μια τόσο όμορφη γυναίκα σαν σένα πώς και παντρεύτηκες ένα ψαρά; Αν θέλεις, θα σε κάνω την τρίτη γυναίκα μου.»
Ο Γιάνγκ είπε, «Κουνιάδα Τζανγκ, κοίτα την ήρεμη βραδιά και το όμορφο σεληνόφως. Μην φύγεις, να μείνεις εδώ μαζί μου.»
Η Ταν αρνήθηκε, «Κύριε, μην βιάζεστε. Πώς μπορώ να μείνω απόψε μαζί σας; Αν κανείς ακούσει τις φήμες, θα μπείτε στην φυλακή. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.»
Ο Γιάνγκ είπε, «Έχεις δίκιο. Τι καλά που το σκέφτηκες. Λάθος έκανα. Αύριο το πρωί, όταν σκοτώσω τον Μπάι Σιτζόνγκ και θα έχω την Ταν Τζιέρ, θα σε πάρω ως τρίτη γυναίκα μου. Τι χαρά και ευτυχία θα είναι αυτή!»
Τι θα απαντήσει η Ταν σε αυτά τα λόγια; Θα συνεχίσουμε την επόμενη φορά.