疑邻盗斧 yí lín dào fǔ: υποπτεύεται τον γείτονα για κλοπή του τσεκουριού
Η κινεζική φράση «υποπτεύεται τον γείτονα για κλοπή του τσεκουριού» προέρχεται από το βιβλίο «Λίε Ζι», που πήρε το όνομά του από τον συγγραφέα Λίε Ζι που έζησε στις αρχές της περιόδου του Τζαν Γκουό (Περίοδος εμπόλεμων κρατών, 475 π.Χ.—221 π.Χ.). Τα αρχαία κινέζικα φιλοσοφικά έργα συνήθως παίρνουν το όνομά τους από τους φιλόσοφους συγγραφείς τους, όπως αναφέρθηκε και στα προηγούμενα άρθρα, έτσι λοιπόν ο Μένκιος έγραψε το «Μένκιος» (Μενγκ Τζι), ο Χαν Φέϊ Ζι έγραψε το «Χαν Φέϊ Ζι», ο Λάο Τσε έγραψε το «Λάο Τσε» και ούτε καθεξής. Λοιπόν, στο «Λίε Ζι» υπάρχουν δύο παράγραφοι που διηγούνται τα εξής:
Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένας χωριάτης που μια μέρα έχασε το τσεκούρι του. Επειδή υποπτευόταν τον γιο της γειτονικής οικογένειας για την κλοπή, άρχισε να τον παρατηρεί. Έβλεπε πώς περπατά ο νεαρός και του φαινόταν σαν να είναι ένας κλέφτης τσεκουριού. Έβλεπε τις εκφράσεις του προσώπου του νεαρού και του φαινόταν επίσης να είναι ένας κλέφτης τσεκουριού. Άκουγε τι λέει ο νεαρός και του φαινόταν ακόμα πιο σίγουρα ότι πρόκειται για ένα κλέφτη τσεκουριού. Γενικά όλα τα λόγια και οι συμπεριφορές του νεαρού του φαίνονταν ενδεικτικά για το πώς είναι ένας κλέφτης τσεκουριού.
Ύστερα όμως ο χωριάτης βρήκε το τσεκούρι του πάνω στο βουνό που προφανώς του είχε πέσει. Την επόμενη μέρα όταν συνάντησε τον ύποπτο νεαρό σκέφτηκε ότι όλα τα λόγια και η συμπεριφορά δεν φαίνονταν πια να είναι ενός κλέφτη τσεκουριού.
Η παροιμία αυτή συμβολίζει, αφενός ότι οι υποκειμενικές απόψεις εμποδίζουν τους ανθρώπους να ανακαλύψουν την πραγματικότητα, αφετέρου τους πολύ καχύποπτους.