Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο μέρος, παρόλο που στην χήρα Ταν Τζιέρ άρεσε πολύ ο Μπάι Σιτζόνγκ, λόγω της ντροπαλοσύνης της, αρνήθηκε όταν ο Μπάι της έκανε πρόταση γάμου. Αλλά μετάνιωσε αμέσως και θέλησε να εκφράσει την αληθινή της σκέψη με ένα ποίημα.
Όταν ο Μπάι άκουσε την Ταν να απαγγέλει το ποίημα, γρήγορα κατάλαβε τι εννοούσε επειδή οι πρώτοι τέσσερις χαρακτήρες των τεσσάρων στίχων του ποιήματος, μαζί, σήμαιναν, «ευχαρίστως να σε ακολουθήσω». Ο Μπάι τότε ρώτησε, «κυρία, σοβαρά μιλάτε;»
Η Ταν απάντησε, «αν θέλετε να είναι σοβαρό, τότε είναι σοβαρό.»
Ο Μπάι είπε, «τότε θα σας απαντήσω και εγώ με ένα ποίημα.»
Ο Μπάι τότε ρώτησε, «κυρία, σοβαρά μιλάτε;»
Το ποίημα που έγραψε εκείνος ήταν σαν της Ταν με μια κρυφή έννοια στους πρώτους τέσσερις χαρακτήρες των στίχων, που σήμαινε «ποτέ δεν θα σας διαψεύσω.»
Η Ταν του απάντησε, «καλά, ελπίζω ότι θα θυμηθείτε τα λόγια σας.»
Εκείνη την στιγμή, η ηγούμενη μπήκε βιαστικά, «κυρία μου, μεγάλο κακό συνέβη!»
Η Ταν ρώτησε, «τι συνέβη; Τι σε πανικόβαλε;»
Η ηγούμενη εξήγησε, «μια ταοΐστρια μόλις βγήκε έξω μπροστά από το μοναστήρι για να πάρει νερό, είδε το πλουσιόπαιδο Γιάνγκ με πολλούς ακολούθους να πλησιάζουν το μοναστήρι!»
Η Ταν θύμωσε πολύ, «ακόμα δεν θέλει να με αφήσει ήσυχη. Όταν φτάσει, θα τον αντιμετωπίσω! Δεν τον φοβάμαι!»
Η ηγούμενη είπε, «κυρία μου, τι κακό δεν μπορεί να κάνει εκείνος με την εξουσία του πατέρα του; Και όλοι οι ακόλουθοι του είναι νταήδες. Σίγουρα ήρθε για εσάς. Αν τον αντιμετωπίσετε πρόσωπο με πρόσωπο, θα είναι πολύ επικίνδυνο σαν ένα αρνί μπροστά σε ένα τίγρη. Καλύτερα να το αποφύγετε.»
Το ποίημα που έγραψε εκείνος ήταν σαν της Ταν με μια κρυφή έννοια στους πρώτους τέσσερις χαρακτήρες των στίχων, που σήμαινε «ποτέ δεν θα σας διαψεύσω.»
Ο Μπάι είπε, «θεία μου, κυρία, από ό,τι άκουσα, καταλαβαίνω την κατάσταση. Θα προκαλέσει σύγκρουση αν είστε παρούσα κυρία μου. Αφότου έχετε δεχτεί την πρόταση γάμου, το πλοίο του δήμου μου είναι αγκυροβολημένο στο λιμάνι κοντά. Να ανεβείτε στο πλοίο μαζί μου προς την νέα εργασία μου. Δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα!»
Η ηγούμενη είπε, «καλή ιδέα. Εσείς τι νομίζετε κυρία μου;»
Η Ταν απάντησε, «είναι η μοναδική λύση. Θεία μου, πώς να σας ευχαριστήσουμε;»
Η ηγούμενη είπε, «τίποτα, είμαστε συγγενείς τώρα. Πηγαίνετε τώρα με τον ακόλουθο στην πίσω πόρτα. Από εκεί τρέξτε στο πλοίο.»
Έτσι ο Μπάι και η Ταν έφυγαν από το μοναστήρι.
Σύντομα ο Γιανγκ έφτασε στο μοναστήρι με δεκάδες ακολούθους, μεταξύ των οποίων οι δύο πιο σημαντικοί ονομάζονταν Τζανγκ και Λι.
Ο Γιάνγκ είπε, «ανοίξτε την πόρτα!»
Ο Τζανγκ χτύπησε την πόρτα.
Η ηγούμενη ρώτησε από μέσα, «ποιός είναι;»
Ο Τζανγκ απάντησε, «ο κύριος Γιάνγκ είναι.»
Η ηγούμενη ρώτησε, «ποιός κύριος Γιάνγκ;»
Ο Τζανγκ είπε, «ο γιος του Γιάνγκ Τζιάν, ο νεαρός κύριος Γιάνγκ. Ποιός δεν τον ξέρει; Άνοιξε την πόρτα!»
Η ηγούμενη είπε, «ναι, ναι, ναι.»
Ο Γιάνγκ είπε, «γιατί αργείς τόσο; Γρήγορα μέσα!»
Η ηγούμενη άνοιξε την πόρτα και όλοι μπήκαν μέσα βιαστικά.
Η ηγούμενη είπε, «καλή ιδέα. Εσείς τι νομίζετε κυρία μου;»
Στην αίθουσα όπου κάθονταν ο Μπάι και η Ταν νωρίτερα,κάθισε ο Γιάνγκ.
Η ηγούμενη ρώτησε, «το μοναστήρι είναι ήσυχος τόπος για προσωπική καλλιέργεια. Με τόσους ακόλουθους τι θέλετε εδώ, κύριε;»
Ο Γιάνγκ είπε, «έρχομαι να καλωσορίσω την γυναίκα μου.»
Η ηγούμενη είπε, «μην αστειεύεστε, πώς μπορεί να είναι εδώ η γυναίκα σας;»
Ο Γιάνγκ είπε, «ποιός αστειεύεται με σένα;»
Οι ακόλουθοι Τζανγκ και Λι επανέλαβαν, «ποιός αστειεύεται με σένα;»
Ο Γιάνγκ συνέχισε, «έχω αρραβωνιαστεί με την Ταν Τζιέρ. Απλώς δεν έχει γίνει η τελετή. Έμαθα ότι η Ταν είναι στο μοναστήρι σου. Ήρθα να την πάρω για την τελετή γάμου.»
Η ηγούμενη είπε, «την κυρία Ταν την ξέρω. Αλλά ξέρω μόνο ότι είναι σύζυγος ενός συγχωρεμένου αξιωματούχου. Δεν γνωρίζω ότι είναι παλλακίδα σας που έχετε αρραβωνιαστεί.»
Ο Γιάνγκ είπε, «μην μιλάς τόσο. Πήγαινε να την φωνάξεις έξω.»
Ο Γιάνγκ είπε, «ανοησίες, ψάξτε το μοναστήρι.»
Η ηγούμενη είπε, «έχει την δική της κατοικία. Δεν έχει αφιερωθεί στους θεούς. Πώς μπορεί να μένει σε μοναστήρι;»
Ο Τζανγκ και ο Λι είπαν, «είδαμε με τα μάτια μας που αντιγράφει γραφές εδώ για σένα. Πήγαινε να την φωνάξεις έξω αλλιώς θα φας ξύλο!»
Ο Γιάνγκ είπε, «ανοησίες, ψάξτε το μοναστήρι.»
Οι ακόλουθοι όμως δεν βρήκαν καμία που δεν ήταν ήδη μοναχή ταοΐστρια.
Ο Γιάνγκ ξαναρώτησε την ηγούμενη, «πού την έκρυψες; Πες μου και θα πάρεις αμοιβή. Αλλιώς ξέρεις τι θα πάθεις.»
Η ηγούμενη είπε, «αν θέλεις να ξέρεις, θα σου πω. Έχει φύγει με τον άνδρα της.»
Τι αντίδραση θα έχει τώρα το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, ο Γιάνγκ; Θα συνεχίσουμε την επόμενη φορά.