Όπως είπαμε την προηγούμενη φορά, ο Ζιφού πήρε την ξαδέρφη του την Γινγκνίνγκ μαζί του.
Όταν ο Ζιφού με την Γινγκνίνγκ γύρισαν σπίτι, η μητέρα του ξαφνιάστηκε πολύ βλέποντας μια τόσο όμορφη άγνωστη κοπέλα. Τον ρώτησε ποια είναι.
«Είναι η ξαδέλφη μου μητέρα, η κόρη της μεγάλης αδελφής σου.»
Η μητέρα του τότε με μεγάλη έκπληξη είπε, «μα όλα όσα σου είπε ο ξάδελφος σου ο Γου είναι ψέματα. Δεν έχω μια μεγάλη αδελφή. Πώς μπορεί να έχω ανιψιά;» Στράφηκε να ρωτήσει την Γινγκνίνγκ.
Όταν ο Ζιφού με την Γινγκνίνγκ γύρισαν σπίτι, η μητέρα του ξαφνιάστηκε πολύ βλέποντας μια τόσο όμορφη άγνωστη κοπέλα.
Η Γινγκνίνγκ απάντησε, «δεν με γέννησε η μητέρα. Η μαμά μου ήταν μια παλλακίδα. Ο πατέρας μου έχει το επώνυμο Τσιν. Όταν πέθανε ήμουνα ακόμα μωράκι. Η μητέρα με μεγάλωσε.»
«Η αλήθεια είναι ότι είχα μια μεγάλη αδελφή που παντρεύτηκε στην οικογένεια Τσιν. Αλλά εκείνη πέθανε πολύ καιρό πριν από αρρώστια. Πώς γίνεται να ζει ακόμα;» η μητέρα του Ζιφού ρώτησε λεπτομερώς την εμφάνιση και τις κρεατοελιές της μητέρας της Γινγκνίνγκ. Ταίριαζαν όλα. «έτσι ακριβώς είναι η αδελφή μου. Αλλά είμαι σίγουρη ότι έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.»
Εκείνη την στιγμή, ο Γου ήρθε να δει αν ο Ζιφού είχε επιστρέψει. Η Γινγκνίνγκ μπήκε στο πιο μέσα δωμάτιο. Ο Γου ρώτησε τι συνέβη και μετά σκέφτηκε για πολύ ώρα. Ξαφνικά ρώτησε, «μήπως η κοπέλα ονομάζεται Γινγκνίνγκ;» και ο Ζιφού του είπε «ναι».
«Παράξενο, πολύ παράξενο!» φώναξε ο Γου. «Όταν πέθανε η θεία μας που παντρεύτηκε τον Τσιν, ο θείος Τσιν καταγοητεύτηκε από μια αλεπού. Η αλεπού του γέννησε μια κόρη. Η κόρη αυτή ονομάζεται ακριβώς έτσι, Γινγκνίνγκ. Αργότερα ο θείος Τσιν πέθανε επίσης από αρρώστια. Η αλεπού συχνά μεταμορφωμένη σε γυναίκα όπως παλιά πήγαινε να επισκεφτεί την κόρη τους. Στον κόσμο δεν άρεσε η αλεπού. Ζήτησαν από έναν ταοϊστή να κολλήσει ένα ξόρκι στον τοίχο που θα την εμπόδιζε και θα την έβλαπτε και έτσι η αλεπού μια φορά πήρε την κόρη μαζί της και οι δύο τους εξαφανίστηκαν έκτοτε. Μήπως είναι αυτή;»
Όταν η οικογένεια κατάλαβε την προέλευση της Γινγκνίνγκ, άκουσε το γέλιο της από μέσα.
Όταν η οικογένεια κατάλαβε την προέλευση της Γινγκνίνγκ, άκουσε το γέλιο της από μέσα.
Η μητέρα είπε, «είναι υπερβολικά αφελής και ξένοιαστη.»
Ο Γου ζήτησε να την συναντήσει προσωπικά. Η μητέρα του Ζιφού μπήκε στο πιο μέσα δωμάτιο, όπου η Γινγκνίνγκ ακόμα γελούσε ασταμάτητα και την παρακίνησε να βγει έξω.
Η Γινγκνίνγκ προσπάθησε πολύ να σταματήσει τα γέλια, στάθηκε λίγο να συνέλθει και σιγά σιγά βγήκε από το μέσα δωμάτιο. Μόλις τους χαιρέτισε όμως, ξαναέτρεξε μέσα στο δωμάτιο και ξέσπασε ξανά σε γέλια κάνοντας και εκείνους να γελάσουν.
Ο Γου πρότεινε να πάει ο ίδιος στην κοιλάδα να ψάξει να βρει τι αλλόκοτο συνέβη καθώς και να προτείνει γάμο για τον Ζιφού και την Γινγκνίνγκ στην οικογένειά της. Όταν όμως βρήκε το μικρό χωριό στην κοιλάδα, όλα τα σπίτια είχαν εξαφανιστεί αφήνοντας μόνο λουλούδια και φυτά. Ο Γου θυμήθηκε πως ο τάφος εκείνης της θείας ήτανε κοντά. Αλλά μετά από τόσα χρόνια δεν μπορούσε να τον εντοπίσει πια. Επέστρεψε ξαφνιασμένος και παραξενευμένος.
Όταν όμως βρήκε το μικρό χωριό στην κοιλάδα, όλα τα σπίτια είχαν εξαφανιστεί αφήνοντας μόνο λουλούδια και φυτά. Ο Γου θυμήθηκε πως ο τάφος εκείνης της θείας ήτανε κοντά.
Η μητέρα του Ζιφού αμφέβαλε ότι η Γινγκνίνγκ ήταν ένα πνεύμα. Είπε όσα ανακάλυψε ο Γου στην Γινγκνίνγκ, η οποία όμως δεν πτοήθηκε καθόλου. Η μητέρα την λυπήθηκε πολύ που έχασε το σπίτι της αλλά η Γινγκνίνγκ παρέμεινε ξένοιαστη και χαμογελαστή.
Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει την μυστηριώδη εμπειρία του Ζιφού και της Γινγκνίνγκ. Η μητέρα του υιοθέτησε την Γινγκνίνγκ και την κράτησε παρέα με την μικρή κόρη της. Κάθε πρωί νωρίς η Γινγκνίνγκ πήγαινε στο δωμάτιο της θείας της να υποκλιθεί. Η τέχνη και λεπτότητα του κεντήματος και ραπτικής της Γινγκνίνγκ ήτανε εξαιρετική και αταίριαστη. Το μόνο περίεργο ήτανε ότι λάτρευε να γελάει ασταμάτητα αλλά γελούσε πολύ όμορφα που ακόμα και το πιο δυνατό γέλιο δεν μείωνε την ομορφιά της. Σε όλους άρεσε η Γινγκνίνγκ. Οι κοπέλες και οι νύφες της γειτονιάς έτρεχαν να κάνουν παρέα μαζί της.
Η μητέρα του Ζιφού διάλεξε μια καλή μέρα να γίνει η τελετή γάμου για τον γιο και τη Γινγκνίνγκ αλλά φοβόταν μήπως η Γινγκνίνγκ ήτανε πνεύμα. Όταν η Γινγκνίνγκ ήταν κάτω από το φως του ηλίου την κρυφοκοίταζε. Δεν έβλεπε όμως τίποτα ασυνήθιστο.
Την μέρα της τελετής του γάμου, η Γινγκνίνγκ γελούσε τόσο πολύ ώστε η τελετή χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί όσο πιο απλά γινόταν.
Την μέρα της τελετής του γάμου, η Γινγκνίνγκ γελούσε τόσο πολύ ώστε η τελετή χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί όσο πιο απλά γινόταν.
Ο Ζιφού που κατάφερε να παντρευτεί με την κοπέλα που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά ήτανε πολύ ευτυχισμένος, απλά ανησυχούσε μήπως η αφελής Γινγκνίνγκ θα αποκάλυπτε τα συζυγικά μυστικά στους άλλους. Όμως, η Γινγκνίνγκ δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν.
Κάθε φορά όταν η μητέρα ήτανε θυμωμένη η κακόκεφη, ο Ζιφού καλούσε τη Γινγκνίνγκ να γελάσει στην μητέρα, η οποία αμέσως ένιωθε καλύτερα. Όταν οι υπηρέτες έκαναν κάποιο λάθος, ζητούσαν από την Γινγκνίνγκ να πάει πρώτα για κουβέντα με την μητέρα και στην συνέχεια πήγαιναν να πουν τι κάνανε και συχνά απέφευγαν τις τιμωρίες.
Όσο για την Γινγκνίνγκ, τρελαινόταν για τα λουλούδια. Έψαχνε παντού για όλα τα είδη λουλουδιών. Έβαζε ακόμα και ενέχυρο τα κοσμήματά της για να αγοράσει τα πιο ακριβά είδη. Λίγους μήνες αργότερα, γύρω από τις σκάλες, τους κήπους και ακόμα και τα μπάνια, το σπίτι είχε γεμίσει από όλα τα είδη λουλουδιών.
Βέβαια η τρελή λατρεία της για τα λουλούδια δεν αποτελούσε ελάττωμα αφού η οικογένεια δεν ήτανε φτωχή. Όμως, προκάλεσε κάτι δυσάρεστο. Θα το πούμε την επόμενη φορά.