Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος, ο Ζιφού έμεινε στο σπίτι της θείας.
Την επόμενη μέρα, ο Ζιφού περπατούσε στο πίσω μέρος της αυλής όπου υπήρχε ένας μικρός κήπος, με φρέσκο χορτάρι σαν ένα παχύ χαλί, και αχυρένια δωματιάκια τριγυρισμένα από λουλούδια και φυτά.
Ο Ζιφού περπατώντας άκουσε κάποιες φωνές πάνω σε ένα δέντρο. Σηκώνοντας το κεφάλι ανακάλυψε την Γινγκνίνγκ να κάθεται σε ένα κλαδί. Όταν τον είδε, γέλασε τόσο δυνατά ώστε κόντεψε να πέσει από το δέντρο.
«Πρόσεξε, θα πέσεις.» της είπε και εκείνη κατέβηκε γελώντας. Μόλις θα φτάσει στην γη, έσφαλλε τυχαίως και έπεσε κάτω. Σταμάτησε να γελάει. Ο Ζιφού την βοήθησε και η Γινγκνίνγκ άρχισε πάλι να γελάει, στηριζόμενη στο δέντρο, για πολύ ώρα.
Μόλις θα φτάσει στην γη, έσφαλλε τυχαίως και έπεσε κάτω. Σταμάτησε να γελάει. Ο Ζιφού την βοήθησε και η Γινγκνίνγκ άρχισε πάλι να γελάει.
Ο Ζιφού την περίμενε να σταματήσει το γέλιο, και μετά έβγαλε από το μανίκι το άνθος δαμασκηνιάς που κρατούσε όλο αυτόν τον καιρό.
Η Γινγκνίνγκ το πήρε λέγοντας, «έχει μαραθεί. Γιατί το κρατάς;»
«Το έριξες κάτω στο Φεστιβάλ των Φαναριών, ξαδέλφη μου. Γιαυτό το κρατώ.»
«Έχει κάποια νόημα να το κρατάς;»
«Ναι, έτσι εκφράζω ότι δεν ξεχνώ την αγάπη που ένιωσα. Από την στιγμή που σε συνάντησα στο Φεστιβάλ, δεν μπορώ να σε ξεχάσω και αρρώστησα σοβαρά. Δεν περίμενα ότι θα σε ξανασυναντούσα. Ελπίζω ότι θα με λυπηθείς.»
Η Γινγκνίνγκ είπε, «εύκολο είναι. Είσαι συγγενής μου. Όταν είναι να φύγεις, θα φωνάξω έναν υπηρέτη να κόψει μερικά άνθη για σένα.»
«Ξαδέλφη μου, είσαι χαζούλα;»
«Γιατί με φωνάζεις χαζούλα;»
«Δεν αγαπώ το άνθος, αγαπώ το άτομο που κράτησε το άνθος.»
«Μεταξύ συγγενών, βέβαια υπάρχει αγάπη. Δεν αξίζει να το αναφέρεις. Το ξέρω.»
Ο Ζιφού της εξήγησε τότε, «η αγάπη που σου είπα, δεν είναι μεταξύ συγγενών. Είναι η αγάπη ενός ζευγαριού.»
«Υπάρχει διαφορά;»
«Το ζευγάρι κοιμάται μαζί το βράδυ.»
Η Γινγκνίνγκ σκέφτηκε λίγη ώρα συνοφρυωμένη και αργότερα είπε, «δεν συνηθίζω να κοιμάμαι με ένα άγνωστο.»
«Το μεσημεριανό είναι έτοιμο εδώ και ώρα. Τι σοβαρό θέμα συζητούσατε και αργήσατε;»
Εκείνη την στιγμή η υπηρέτρια πλησίασε και ο Ζιφού έφυγε γρήγορα.
Λίγο αργότερα οι δύο τους πήγαν για μεσημεριανό και η γριά τους ρώτησε πού ήτανε και η Γινγκνίνγκ απάντησε ότι κουβέντιαζαν στον κήπο.
«Το μεσημεριανό είναι έτοιμο εδώ και ώρα. Τι σοβαρό θέμα συζητούσατε και αργήσατε;»
Η Γινγκνίνγκ απάντησε, «ο ξάδελφος θέλει να κοιμηθεί μαζί μου.»
Ο Ζιφού ένιωσε τεράστια ντροπή και την κοίταξε έντονα. Η Γινγκνίνγκ χαμογέλασε και δεν συνέχισε. Ευτυχώς η γριά ήταν κουφή, δεν την άκουσε και συνέχισε να μιλάει για διάφορα.
Ο Ζιφού με χαμηλή φωνή κατσάδιασε την Γινγκνίνγκ.
Η Γινγκνίνγκ ρώτησε, «δεν έπρεπε να πω για το θέμα αυτό;»
«Είναι λόγια κρυφά από τους άλλους» της απάντησε.
«Η μητέρα δεν είναι κάποιος άλλος. Δεν χρειάζεται να κρύψουμε από εκείνην ό,τι κρύβουμε από τους άλλους. Επίσης, ο ύπνος είναι πράγμα της καθημερινότητας, γιατί θα πρέπει να το κρύψουμε;»
Ο Ζιφού αναστέναζε με την ανοησία της αλλά δεν ήξερε πώς να της εξηγήσει.
Ο Ζιφού αναστέναζε με την ανοησία της αλλά δεν ήξερε πώς να της εξηγήσει.
Μόλις τελείωσαν το μεσημεριανό, οι υπηρέτες της οικογένειας του Ζιφού με δύο γαϊδάρους ήρθαν να ψάξουν τον Ζιφού. Την προηγούμενη μέρα η μητέρα του Ζιφού περίμενε πολύ αλλά ο Ζιφού δεν γύρισε. Έψαξε όλο το χωριό. Ύστερα πήγε στον Γου να ρωτήσει αν εκείνος ήξερε κάτι και ο Γου θυμήθηκε τα λόγια που είχε πει πριν στον Ζιφού, και τους είπε να ψάξουν στα νοτιοδυτικά βουνά. Ψάχνοντας πέρασαν μερικά χωριά και τελικά έφτασαν σε εκείνο όπου βρισκόταν.
Συμπτωματικά ο Ζιφού βγήκε έξω από το σπίτι εκείνη την στιγμή και είδε τους υπηρέτες. Εξήγησαν στην γριά ποιοι ήταν και της ζήτησε να πάρει την Γινγκνίνγκ μαζί του.
Η γριά χάρηκε πολύ, «είναι επιθυμία μου εδώ και χρόνια. Δυστυχώς γέρασα και δεν μπορώ να ταξιδέψω μακριά. Μεγάλη τύχη που ήρθες ανιψιέ. Και μεγάλη χαρά που θα πάρεις την μικρή ξαδέλφη σου να γνωρίσει την θεία της.»
Φώναξε την Γινγκνίνγκ έξω, η οποία ήρθε όπως πάντα γελώντας.
«Τι το χαρούμενο συνέβη; Γιατί γελάς ασταμάτητα; Θα ήσουν τέλεια αν δεν γελούσες όλη την ώρα», την είπε η γριά θυμωμένα και συνέχισε, «ο ξάδελφος θέλει να σε πάρει μαζί του. Ετοίμασε τα πράγματά σου.»
Ο Ζιφού και η Γινγκνίνγκ έφυγαν μαζί με τους υπηρέτες.
Κάλεσε τους υπηρέτες να φάνε και μετά τους αποχαιρέτησε. Η γριά είπε στην Γινγκνίνγκ, «η θεία σου έχει αρκετή περιουσία να συντηρήσει μια αργόσχολη σαν εσένα. Να μείνεις στην θεία σου να μάθεις γράμματα και τρόπους. Να παρακαλέσεις την θεία να σε παντρέψει με τον γιο της.»
Ο Ζιφού και η Γινγκνίνγκ έφυγαν μαζί με τους υπηρέτες. Όταν έφτασαν στην είσοδο της κοιλάδας και στράφηκαν να αποχαιρετήσουν την γριά, την είδαν με ασάφεια να ακουμπά στην πόρτα κοιτάζοντας πέρα μακριά.
Τι θα συμβεί όμως αργότερα, θα το πούμε την επόμενη φορά!