Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος, ο νεαρός Γουάνγκ Ζιφού ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά μια κοπέλα που συνάντησε κατά τύχη σε μια εκδρομή κατά το Φεστιβάλ Φαναριών. Του έλειπε τόσο πολύ που αρρώστησε σοβαρά. Ο ξάδελφος του είπε ψέματα ότι η κοπέλα μένει σε ένα χωριό μέσα στα βουνά.
Ο Ζιφού τότε πήγε να επισκεφθεί μόνος του την κατοικία της κοπέλας κρατώντας το άνθος δαμασκηνιάς που εκείνη έριξε κάτω όταν συναντήθηκαν.
Περπάτησε στον δρόμο προς τα βουνά νοτιοδυτικά. Μετά από περίπου 15 χιλιόμετρα, έφτασε σε έναν τόπο, τριγυρισμένο από πράσινα βουνά, ήσυχο χωρίς κανέναν άνθρωπο. Είδε τότε μακριά κάτω στην κοιλάδα μέσα στα λουλούδια και το πράσινο, ένα μικρό χωριό. Ο Ζιφού κατέβηκε από τα βουνά και μπήκε στο χωριό. Υπήρχαν λίγες ξύλινες και αχυρένιες κατοικίες που του φάνηκαν καθαρές και χαριτωμένες.
Είδε απέναντι από την πόρτα μια λεία πέτρα και πήγε και κάθισε εκεί να ξεκουραστεί.
Μια κατοικία με την είσοδο προς τα βόρεια, είχε δέντρα ιτιάς έξω μπροστά στην πόρτα ενώ από μέσα τα άνθη ροδακινιάς και βερικοκιάς ξεπερνούσαν τον τοίχο. Τα μπαμπού στεκόταν ίσια δίπλα στα άνθη και τα πουλιά τιτίβιζαν κρυμμένα ανάμεσά τους.
Πρέπει να ήταν ο κήπος μιας οικογένειας. Ο Ζιφού δεν τολμούσε να μπει μέσα. Είδε απέναντι από την πόρτα μια λεία πέτρα και πήγε και κάθισε εκεί να ξεκουραστεί.
Λίγο αργότερα άκουσε μια κοπέλα που φώναζε μια άλλη «Ρονγκ». Ο Ζιφού έδωσε προσοχή για να ακούσει περισσότερα και εκείνη την στιγμή μια κοπέλα πέρασε από μπροστά του κρατώντας ένα άνθος βερικοκιάς, προσπαθώντας να το βάλει στο αυτί της.
Σήκωσε το κεφάλι της και είδε τον Ζιφού να την κοιτάζει. Σταμάτησε να φορέσει το άνθος στο αυτί και μπήκε μέσα χαμογελώντας.
Ο Ζιφού κατάλαβε ότι ήτανε ακριβώς η κοπέλα που είχε ερωτευτεί. Ξαφνικά χάρηκε πολύ αλλά δεν μπορούσε να βρει δικαιολογία να μπει μέσα. Ήθελε να φωνάξει την θεία αλλά δεν είχαν συναντηθεί ποτέ και γύρω δεν υπήρχε κανένας για να ρωτήσει. Ο Ζιφού σηκωνόταν και ξανακαθόταν, περπατούσε και σκεκόταν από το πρωί έως το μεσημέρι και κοίταζε την πόρτα ανυπόμονα ξεχνώντας πείνα και δίψα.
Η κοπέλα κάπου-κάπου κρυφοκοίταζε από μέσα και της φαινόταν περίεργο που ο νεαρός δεν είχε φύγει ακόμα.
Η κοπέλα κάπου-κάπου κρυφοκοίταζε από μέσα και της φαινόταν περίεργο που ο νεαρός δεν είχε φύγει ακόμα.
Ξαφνικά μια γριά με δεκανίκι βγήκε έξω, και ρώτησε τον Ζιφού, «από πού είσαι, νεαρέ; Άκουσα ότι ήρθες το πρωί και περιμένεις μέχρι τώρα. Έχεις κάτι σημαντικό να κάνεις; Δεν πεινάς;»
Ο Ζιφού σηκώθηκε και την χαιρέτισε, «ήρθα να επισκεφτώ έναν συγγενή.»
Η γριά ήτανε κουφή. Δεν τον άκουγε καλά και τον ξαναρώτησε.
Ο Ζιφού απάντησε ξανά δυνατά αυτήν την φορά.
Η γριά τον ρώτησε τότε, «ποιο είναι το επώνυμο του συγγενή σου;»
Ο Ζιφού όμως δεν μπόρεσε να απαντήσει.
Η γέρος γέλασε και είπε, «ενδιαφέρον. Δεν ξέρεις το όνομα του συγγενικού σου προσώπου, πώς να κάνεις επίσκεψη; Είσαι ένας βιβλιομανής, νεαρέ. Έλα μαζί μου να φας κάτι. Έχω ένα κενό δωμάτιο για να ξεκουραστείς. Να πας αύριο το πρωί να ρωτήσεις το όνομα του συγγενή σου, και μετά να ξαναέρθεις.»
Ακολουθώντας ο Ζιφού την γριά μέσα στην κατοικία, είδε τον διάδρομο μέσα που ήτανε στρωμένος με άσπρες πέτρες.
Ο Ζιφού πεινούσε και επίσης ήθελε να πάει κοντά στην κοπέλα. Συμφώνησε χαρούμενος βέβαια.
Ακολουθώντας ο Ζιφού την γριά μέσα στην κατοικία, είδε τον διάδρομο μέσα που ήτανε στρωμένος με άσπρες πέτρες. Στις δύο πλευρές φύτρωναν όλα τα είδη λουλουδιών. Πέρα στον κήπο, πέρασαν μια πόρτα και έφτασαν σε μια αυλή. Μπήκαν σε να καθαρό σπιτάκι και ο Ζιφού και η γριά κάθισαν στις καρέκλες. Αισθάνθηκε τότε πως κάποιος κρυφοκοίταζε από το παράθυρο.
Η γριά φώναξε, «Ρονγκ, πήγε να μαγειρέψεις!» και μια υπηρέτρια έξω απάντησε «ναι».
Ο Ζιφού μίλησε λεπτομερώς για την οικογένειά του.
Η γέρος ρώτησε, «ο παππούς σου από την μητρική πλευρά, μήπως έχει το επώνυμο Γου;»
Ο Ζιφού απάντησε, «ακριβώς.»
Η γέρος ξαφνιάστηκε και είπε τότε, «είσαι ανιψιός μου! Η μητέρα σου είναι η μικρή μου αδελφή. Τα τελευταία χρόνια η οικογένειά μου φτώχυνε και δεν έχω γιο, έτσι χάσαμε επικοινωνία. Μόλις γνωριστήκαμε και έχεις ήδη μεγαλώσει τόσο!»
«Ήρθα να σας επισκεφθώ, θεία μου. Βιάστηκα τόσο πολύ που ξέχασα το επώνυμο»
Η γριά είπε, «ο άνδρας μου έχει επώνυμο Τσιν. Δεν έχω γεννήσει κανένα παιδί. Έχουμε μία κόρη. Η μητέρα της ήταν παλλακίδα και έχει ξαναπαντρευτεί. Μου άφησε την κόρη της να την μεγαλώσω. Δεν είναι χαζή, αλλά δεν είναι καλά μορφωμένη. Πάντα γελάει και δεν ανησυχεί για τίποτα. Θα σας γνωρίσω αργότερα.»
Όταν ο Ζιφού τελείωσε το φαΐ, η γριά είπε στην υπηρέτρια που καθάριζε το τραπέζι «να φωνάξεις την Γινγκνίνγκ.»
Η υπηρέτρια Ρονγκ ετοίμασε τα πιάτα. Όταν ο Ζιφού τελείωσε το φαΐ, η γριά είπε στην υπηρέτρια που καθάριζε το τραπέζι «να φωνάξεις την Γινγκνίνγκ.»
Πολύ αργότερα ο Ζιφού άκουσε αμυδρά μια φωνή να γελάει έξω.
Η γριά φώναξε, «Γινγκνίνγκ, ο ξάδελφος σου είναι εδώ.»
Η Γινγκνίνγκ παρέμεινε έξω γελώντας. Η υπηρέτρια έφερε μέσα την Γινγκνίνγκ η οποία μπήκε με το μαντήλι να σκεπάζει το στόμα, ανίκανη να σταματήσει τα γέλια.
Η γριά την μάλωσε, «τι συμπεριφορά είναι αυτή! Με τον καλεσμένο έτσι γελάς;»
Η Γινγκνίνγκ στάθηκε καταπίνοντας τα γέλια. Ο Ζιφού την χαιρέτισε.
«Είναι ο ξάδελφος σου Γουάνγκ Ζιφού, γιος της αδελφής μου. Είναι αστείο που δεν γνωριζόμασταν ήδη.»
Ο Ζιφού ρώτησε, «πόσο χρονών είναι η ξαδέλφη μου;»
Η γριά δεν τον άκουσε καθαρά. Έτσι ο Ζιφού ρώτησε μια άλλη φορά.
Η Γινγκνίνγκ άρχισε ξανά να γελάει ασταμάτητα.
Η Γινγκνίνγκ άρχισε ξανά να γελάει ασταμάτητα.
«Είναι ήδη 16 ετών αλλά ακόμα αγαθή σαν παιδάκι.»
Ο Ζιφού είπε, «ένα χρόνο μικρότερη από μένα.»
Ρώτησε τότε η γριά, «ανιψιέ, είσαι ήδη 17 χρονών; Η σύζυγός σου από ποια οικογένεια είναι;» και εκείνος απάντησε ότι δεν έχει σύζυγο.
«Τόσο ωραίος, γιατί δεν έχεις αρραβωνιαστεί; Και η Γινγκνίνγκ δεν έχει αρραβωνιαστεί ακόμα. Θα ήσασταν ένα υπέροχο ζευγάρι. Δυστυχώς είστε ξαδέλφια.»
Ο Ζιφού κοιτάζοντας την Γινγκνίνγκξ ξεχάστηκε και δεν απάντησε.
Η υπηρέτρια είπε στην Γινγκνίνγκ, «τα μάτια του ακόμα λάμπουν σαν του κλέφτη!»
Η Γινγκνίνγκ γέλασε ξανά, και είπε στην υπηρέτρια, «πάμε να δούμε αν έχουν ανθίσει τα άνθη ροδακινιάς.»
Η Γινγκνίνγκ γέλασε ξανά, και είπε στην υπηρέτρια, «πάμε να δούμε αν έχουν ανθίσει τα άνθη ροδακινιάς.» Σηκώθηκε αμέσως να βγει έξω γρήγορα κρυφογελώντας. Όταν βγήκε, ξέσπασε ξανά σε δυνατά γέλια.
Και η γριά σηκώθηκε και είπε στην υπηρέτρια να ετοιμάσει το κενό δωμάτιο για τον Ζιφού, «πρώτη φορά έρχεσαι. Θα ήθελα να μείνεις για λίγες μέρες. Αν βαριέσαι, πίσω από το σπιτάκι έχει ένα μικρό κήπο για περπάτημα. Έχει επίσης και ένα μικρό γραφείο αν θέλεις να διαβάσεις.»
Τι θα συμβεί στην συνέχεια; Θα μιλήσουμε την επόμενη εβδομάδα.