Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, ο πλούσιος νεαρός Σουν Φου προκειμένου να ξανασυναντήσει την πανέμορφη Σινιάνγκ και για να την αποκτήσει, κάλεσε τον Λι να πιουν κρασί στις όχθες του ποταμού. Τότε ο Λι του διηγήθηκε λεπτομερώς τις δυσκολίες που έζησε και τις ανησυχίες του σχετικά με την Σινιάνγκ.
Μήπως έχετε ήδη καταλάβει ότι ο Λι από αριστοκρατική οικογένεια είναι πολύ μαλακός τύπος, δεν θυμώνει σχεδόν ποτέ και εμπιστεύεται τους άλλους πολύ εύκολα; Τώρα ήδη άρχισε να θεωρεί τον Σουν Φου ως τον καλύτερο του φίλο και είπε, «επιθυμώ να με καθοδηγήσεις, μην διστάσεις.»
Ο Σουν Φου συνέχισε, «έχω λίγα εγκάρδια λόγια, μήπως θέλεις να τα ακούσεις φίλε μου;»
Ο Σουν Φου τότε απάντησε, «ο πατέρας σου είναι ο υψηλότατος επαρχιακός αξιωματούχος και φαντάζομαι ότι προσέχει πολύ την φήμη της οικογένειας. Δεν του αρέσουν οι συχνές επισκέψεις σου στους οίκους ανοχής, οπότε δεν μπορεί να σου επιτρέψει να παντρευτείς μια πόρνη. Όσον για τους συγγενείς και τους φίλους σου, ποιος δεν ακούει την άποψη του πατέρα σου; Δεν θα έχεις κανένα αποτέλεσμα, απλά θα σου αρνηθούν αν τους ζητήσεις βοήθεια. Στην περίπτωση που κάποιος πραγματικά προσπαθούσε να παραπείσει τον πατέρα σου, τότε όταν θα ανακάλυπτε την στάση του πατέρα σου, σίγουρα θα άλλαζε την δική του. Και δυσαρμονία θα φέρεις στην οικογένειά σου και θα στεναχωρήσεις με τα νέα την ερωτευμένη σου. Βέβαια μπορείτε να συνεχίσετε να ταξιδεύετε, αλλά αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Όταν τα χρήματα τελειώσουν, θα βρεθείτε σε μια πολύ δύσκολη θέση.»
Ο Λι ήξερε καλά ότι είχε μόνο 50 Λιάνγκ, τα περισσότερα από τα οποία ήδη είχαν ξοδευτεί και παραδέχτηκε την οικονομική δυσκολία που έχει νεύοντας θετικά.
Ο Σουν Φου συνέχισε, «έχω λίγα εγκάρδια λόγια, μήπως θέλεις να τα ακούσεις φίλε μου;»
Ο Λι απάντησε, «μεγάλη μου χαρά, παρακαλώ πες μου οτιδήποτε είναι στο μυαλό σου.»
Ο Σουν Φου προσποιούμενος ότι άλλαξε γνώμη είπε, «άστο, δεν θα τα πω μην βλάψω τον έρωτα σας.»
Ο Λι δεν συμφώνησε, «δεν νομίζω ότι αυτό ισχύει».
Ο Λι επέμενε όμως να του πει ο Σουν Φου.
Ο Σουν Φου τότε είπε την ιδέα του, «από την αρχαιότητα λέγεται ότι οι γυναίκες αλλάζουν τις ιδέες τους συνεχώς. Όσο για τις γυναίκες από τα πορνεία, σπάνια δείχνουν πραγματική αγάπη. Η ερωμένη σου, αφού είναι η πιο δημοφιλής στην πρωτεύουσα, σίγουρα έχει φίλους παντού στην Κίνα. Ίσως, εννοώ μάλλον, έχει ήδη κανονίσει να συναντήσει κάποιο παλιό φίλο της στα νότια και απλώς θέλει να την φέρεις εδώ.»
Ο Λι δεν συμφώνησε, «δεν νομίζω ότι αυτό ισχύει».
Ο Σουν Φου συνέχισε, «οι νεαροί στα νότια είναι 'δον ζουάν'. Αν αφήσεις την κοπελιά να μείνει μόνη της, ίσως κάποιος άλλος να την κατακτήσει. Αν την φέρεις μαζί σου στο σπίτι, θα αυξήσεις τον θυμό του πατέρα σου. Δεν υπάρχει τέλειο σχέδιο για σένα. Αν θυμώσεις τον πατέρα σου για μια παλλακίδα, και εγκαταλείψεις την οικογένεια σου για μια πόρνη, όλη η χώρα θα σε θεωρήσει ως έναν πρόστυχο και αναξιόπιστο. Εκείνη την στιγμή, η γυναίκα σου δεν θα σε θεωρεί πια ως άνδρα της, ο αδελφός σου δεν θα σε θεωρεί ως αδελφό του, ο φίλος σου δεν θα σε θεωρεί ως φίλο του. Πώς θα μπορείς να σταθείς στον κόσμο; Πρέπει να σκεφτείς πολύ προσεκτικά, φίλε μου σήμερα!»
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι, και ο Λι δεν ήταν πολύ σταθερός τύπος, αλλά και ο Σουν Φου ήξερε πολύ καλά να οδηγήσει τον άλλον στην κατεύθυνση που ήθελε ο ίδιος.
Τότε ο Σουν είπε, «Αν μπορείς να σταματήσεις να την αγαπάς, εγώ επιθυμώ να σου δώσω χίλια Λιάνγκ ασήμι. Δεν διψώ για την ομορφιά της ερωμένης σου αλλά απλώς θέλω να σε βοηθήσω σε ό,τι μπορώ.»
Ο Λι αισθάνθηκε σαν χαμένος ακούγοντας τα λόγια του Σουν και τον παρακάλεσε, «πες μου σε παρακαλώ αν έχεις μια καλή ιδέα.»
Ο Σουν είπε, «πράγματι έχω μια ιδέα που σε βολεύει πολύ. Αλλά φοβάμαι μήπως παραδίδεσαι τόσο πολύ στον έρωτα που δεν θα ακολουθήσεις το σχέδιο. Απλώς σπαταλάς τα λόγια μου.»
Ο Λι είπε, «έχεις μια ιδέα που να με βοηθάει να επιστρέψω στο σπίτι να κάνω ειρήνη με την οικογένεια μου. Είσαι ευεργέτης μου. Γιατί ανησυχείς και δεν μου λες;»
Τότε ο Σουν είπε, «περιπλανάσαι πολύ καιρό με τους γονείς θυμωμένους και έχεις αφήσει την επίσημη σύζυγό σου λυπημένη. Αν ήμουνα στην θέση σου, δεν θα μπορούσα να φάω ή να κοιμηθώ. Αλλά ο πατέρας σου είναι θυμωμένος με σένα επειδή ερωτεύτηκες μια πόρνη και ξοδεύεις το ασήμι που σου έδωσε, φοβάται ότι και στο μέλλον θα εγκαταλείψεις την δική σου οικογένεια και θα ξοδέψεις τα πάντα. Δεν θα μπορείς να κληρονομήσεις την οικογενειακή περιουσία. Σήμερα που επιστρέφεις με κενά χέρια, θα θυμώσει πιο πολύ. Αν μπορείς να σταματήσεις να την αγαπάς, εγώ επιθυμώ να σου δώσω χίλια Λιάνγκ ασήμι. Δεν διψώ για την ομορφιά της ερωμένης σου αλλά απλώς θέλω να σε βοηθήσω σε ό,τι μπορώ.»
Πλήρωσαν την ταβέρνα και επέστρεψαν στα πλοία.
Ο Λι φοβόταν τον πατέρα του και δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Θεωρούσε τα λόγια του Σουν σοφά. Είπε στον Σουν, «ξαφνικά είδα το φως με τα λόγια σου. Αλλά η παλλακίδα μου με ακολουθεί για χιλιάδες χιλιόμετρα. Δεν μπορώ να αποφασίσω αμέσως. Επίτρεψε μου να γυρίσω και να συζητήσω μαζί της. Αν συμφωνεί, θα σου απαντήσω.»
Ο Σουν είπε, «να την μιλήσεις με γλυκά λόγια. Αφού σκέφτεται όλα για το καλό σου, δεν θα της βαστήξει η καρδιά να σε χωρίσει από την οικογένειά σου. Σίγουρα θα σε βοηθήσει να επιστρέψεις στο σπίτι.»
Οι δύο νεαροί κουβέντιαζαν πίνοντας κρασί μέχρι που σκοτείνιασε και σταμάτησε ο άνεμος και το χιόνι. Πλήρωσαν την ταβέρνα και επέστρεψαν στα πλοία.
Πώς θα αντιδράσει η Σινιάνγκ όταν ο Λι της πει το σχέδιο; Θα δούμε την επόμενη φορά.
Τασία