Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, η μαντάμ συμφώνησε να απελευθερώσει την Σινιάνγκ από τον οίκο ανοχής για μόνο 300 Λιάνγκ ασήμι μέσα σε 10 μέρες. Ο Λι Τζιά, αφού από καιρό είχε ήδη ξοδέψει εκεί όλα τα χρήματα που είχε, πήγε στους συγγενείς και φίλους στην πρωτεύουσα να δανειστεί ασήμι αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Έτσι, η Σινιάνγκ του έδωσε το πάπλωμα της, μέσα στο οποίο κρύβονταν όλες τις οικονομίες της, 150 Λιάνγκ ασήμι. Τώρα ο Λι έπρεπε να μαζέψει μόνο το υπόλοιπο ποσό των 150 Λιάνγκ.
Αφού ο Λι Τζιά άνοιξε το πάπλωμα στο διαμέρισμα του φίλου και συμπατριώτη του Λιού Γιουτσούν, ο Λιού ξαφνιασμένος είπε, «τι ειλικρινής που είναι αυτή η γυναίκα! Δεν μπορείς να απογοητέψεις την αληθινή αγάπη. Θα μαζέψω τα χρήματα εγώ φίλε μου.»
Την ίδια στιγμή, η μαντάμ ήρθε να χτυπήσει την πόρτα λέγοντας «Σινιάνγκ, σήμερα είναι η 10η μέρα.»
Ο Λι Τζιά ευχαρίστησε πολύ τον Λιού. Αμέσως ο Λιού άφησε τον Λι στο διαμέρισμα και ο ίδιος βγήκε έξω να βρει συγγενείς και φίλους. Αφού ο Λιού δεν είχε προβλήματα εμπιστοσύνης όπως ο Λι, μόνο μέσα σε δύο μέρες κατάφερε να δανειστεί 150 Λιάνγκ ασήμι (περίπου 14 χιλιάδες ευρώ).
«Δανείστηκα τα χρήματα, όχι για σένα, φίλε μου, αλλά για την ειλικρινή αγάπη της Σινιάνγκ», είπε ο Λιού και έδωσε το ασήμι στον Λι Τζιά.
Ο Λι Τζιά χαρούμενος πήγε στο πορνείο με τα 300 Λιάνγκ ασήμι, και ήτανε μονάχα η 9η μέρα.
Η Σινιάνγκ ρώτησε, «προχθές δεν μπορούσες να δανειστείς ούτε ένα κέρμα. Πώς γίνεται να έχεις 150 Λιάνγκ σήμερα;»
Ο Λι εξήγησε στην Σινιάνγκ πώς τον βοήθησε ο Λιού.
Η Σινιάνγκ αναστενάζοντας είπε «είναι ο Λιού που θα πραγματοποιήσει την επιθυμία μας.»
Η Σινιάνγκ είπε, «έχω μείνει στο σπίτι σου για 8 χρόνια, μαμά. Τα χρήματα που έχω κερδίσει για εσένα ξεπερνάνε τα χιλιάδες Λιάνγκ.»
Οι δύο πέρασαν την νύχτα μαζί και την επόμενη μέρα το πρωί, η Σινιάνγκ σηκώθηκε νωρίς και είπε στον Λι, «όταν παραδώσω το ασήμι, θα σε ακολουθήσω μακριά από εδώ. Πρέπει να προετοιμαστούμε για το ταξίδι. Χθες δανείστηκα από τις φίλες μου 20 Λιάνγκ. Πάρε τα ως έξοδα του ταξιδιού.»
Ο Λι εκείνη την στιγμή ανησυχούσε για τα έξοδα στον δρόμο αλλά ντράπηκε να το αναφέρει. Χάρηκε κρυφά που έλαβε το ασήμι.
Την ίδια στιγμή, η μαντάμ ήρθε να χτυπήσει την πόρτα λέγοντας «Σινιάνγκ, σήμερα είναι η 10η μέρα.»
Ο Λι άνοιξε την πόρτα, «μόλις θέλαμε να σας καλέσουμε.» Έβαλε τα 300 Λιάνγκ ασήμι πάνω στο τραπέζι.
Το βράδυ μετά το δείπνο του αποχαιρετισμού το ζευγάρι έμεινε στο δωμάτιο μιας κοπέλας και το πρωί πήγαν στο σπίτι του Λιού.
Η μαντάμ δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να μαζέψει 300 Λιάνγκ ασήμι. Ξαφνικά η έκφραση του προσώπου της άλλαξε και φάνηκε σαν να μετάνιωσε.
Η Σινιάνγκ είπε, «έχω μείνει στο σπίτι σου για 8 χρόνια, μαμά. Τα χρήματα που έχω κερδίσει για εσένα ξεπερνάνε τα χιλιάδες Λιάνγκ. Σήμερα θα ελευθερωθώ από το πορνείο. Το υποσχέθηκες εσύ η ίδια. Δεν λείπει κανένα από τα 300 Λιάνγκ και δεν ξεπεράσαμε την προθεσμία. Εάν παραβείς την υπόσχεση και ο Λι φύγει με το ασήμι, θα αυτοκτονήσω αμέσως. Εκείνη την στιγμή, θα έχεις χάσει και το ασήμι και εμένα, οπότε μην το μετανιώσεις.»
Η μαντάμ σκέφτηκε για λίγο και αναγκάστηκε να φωνάξει για μια ζυγαριά να μετρήσει τα ασήμι, «φαντάζομαι ότι δεν θα μπορέσω να σε πείσω να μείνεις. Αλλά αν θέλεις να φύγεις, να φύγεις τώρα. Όλα τα κοσμήματα και τα έξοχα ενδύματα, δεν θα τα πάρεις μαζί σου». Μιλώντας έτσι, έσπρωξε την Σινιάνγκ και τον Λι Τζιά έξω από το υπνοδωμάτιο και το κλείδωσε.
Η Σινιάνγκ ευχαρίστησε πολύ τον Λιού λέγοντας «μια μέρα θα σας το ανταποδώσουμε.»
Ήτανε στο τέλος του φθινόπωρου και πλησίαζε ο χειμώνας. Η Σινιάνγκ μόλις είχε σηκωθεί και δεν είχε ντυθεί και πλυθεί. Φορώντας παλιά ρούχα, η Σινιάνγκ αποχαιρέτισε την μαντάμ και έφυγε με τον Λι Τζιά από τον οίκο ανοχής.
Ο Λι είπε, «περίμενε λίγο. Θα φωνάξω ένα ατομικό αμαξίδιο για εσένα και θα πάμε στο σπίτι του Λιού. Εκεί θα συζητήσουμε για την συνέχεια.»
Η Σινιάνγκ είπε, «με τις φίλες μου στα άλλα σπίτια (πορνεία) έχουμε καλές σχέσεις, καλύτερα να τις αποχαιρετίσουμε. Έπειτα δανείστηκα από αυτές τα έξοδα για τον δρόμο. Πρέπει να τις ευχαριστήσουμε.»
Έτσι οι δύο τους πήγαν να επισκεφθούν τις άλλες κοπέλες, οι οποίες είδαν την Σινιάνγκ χωρίς κοσμήματα και φορώντας παλιά ρούχα, και αποφάσισαν να την βοηθήσουν. Το βράδυ μετά το δείπνο του αποχαιρετισμού το ζευγάρι έμεινε στο δωμάτιο μιας κοπέλας και το πρωί πήγαν στο σπίτι του Λιού.
Η Σινιάνγκ ευχαρίστησε πολύ τον Λιού λέγοντας «μια μέρα θα σας το ανταποδώσουμε.»
Οι φίλες της Σινιάνγκ πήγαν να την αποχαιρετίσουν και της έδωσαν ένα ξύλινο σεντούκι, καλά κλειδωμένο αλλά με απλή εμφάνιση.
Ο Λιού απάντησε, «η αγάπη σας δεν αλλάζει παρά την φτώχεια. Είστε ηρωίδα. Έκανα το ελάχιστο που μπορούσα, δεν αξίζει να το αναφέρετε.»
Την ημέρα αναχώρησης, έφταναν συνεχώς άμαξες. Οι φίλες της Σινιάνγκ πήγαν να την αποχαιρετίσουν και της έδωσαν ένα ξύλινο σεντούκι, καλά κλειδωμένο αλλά με απλή εμφάνιση, λέγοντας ότι μάζεψαν λίγα χρήματα για να τους βοηθήσουν λίγο στον δρόμο. Η Σινιάνγκ δεν ρώτησε τι ήτανε μέσα, ούτε άνοιξε το σεντούκι για να κοιτάξει μέσα.
Έτσι το ζευγάρι αποχαιρέτισε τις κοπέλες και τον Λιού και έφυγαν από την πρωτεύουσα προς την πατρίδα του Λι.
Τι συνέβη αργότερα; Ο πατέρας του Λι θα τους αποδεχτεί; Θα μιλήσουμε για αυτό την επόμενη φορά.