Παλαιότερα μιλήσαμε για την κινεζική μυθολογία μέσω 50 άρθρων. Όμως, εκτός από την «επίσημη» μυθολογία που σχετίζεται με τους μεγάλους θεούς από την αρχαιότητα, υπάρχουν και πολλοί ενδιαφέροντες λαϊκοί μύθοι, στους οποίους οι ήρωες δεν επέτυχαν μεγάλα κατορθώματα όπως την δημιουργία της ανθρωπότητας ή του κινεζικού πολιτισμού, αλλά αγαπιούνται το ίδιο πολύ από τον κόσμο. Η ιστορία που θα πούμε σήμερα είναι ένας πολύ γνωστός μύθος. Αν ρωτήσετε κανένα Κινέζο για την Νεράιδα του Λευκού Φιδιού, αν του αρέσει ή όχι, την ξέρει πολύ καλά.
Γενικά θεωρείται ότι ο μύθος αυτός δημιουργήθηκε στις αρχαίες εποχές και κατά το πέρασμα του χρόνου, διαμορφώθηκε σταδιακά. Στο έργο «Jing Shi Tong Yan» στο τέλος της Δυναστείας Μινγκ (1368--1644), καταγράφεται η ιστορία με τίτλο «Η Νεράιδα του Λευκού Φιδιού κρατήθηκε για πάντα κάτω από την Παγόδα Λεϊφένγκ». Ύστερα οι άνθρωποι συνεχώς πρόσθεταν λεπτομέρειες και ακόμα και ένα άλλο τέλος που είναι πιο ευτυχισμένο, δηλαδή ένα «happy ending». Η ιστορία αυτή έχει προσαρμοστεί σε τηλεοπτικές σειρές, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, όπερες, τραγούδια, μυθιστορήματα και ούτω καθεξής. Τώρα θα δούμε την πρώτη έκδοση αυτού του μύθου που δεν είναι τόσο ρομαντική όσο οι μετέπειτα εκδόσεις.
Ο Σίου Σιουάν και η κυρία Μπάι συναντήθηκαν στην πόλη Χανγκτζόου.
Πριν από χίλια χρόνια στην Δυναστεία των Νότιων Σονγκ (1127-1279), στην πόλη Χανγκτζόου κατοικούσε ένας δημόσιος υπάλληλος ο Λι Ρεν και είχε ένα κουνιάδο με το όνομα Σιού Σιουάν, που είναι ο πρωταγωνιστής μας. Ο νεαρός Σιού Σιουάν ήτανε 22 χρονών, και έμενε μαζί με τον κουνιάδο Λι Ρεν και την μεγάλη αδελφή του επειδή οι γονείς τους είχαν πεθάνει, δουλεύοντας ως διευθυντής σε ένα φαρμακείο βοτάνων. Κοντά στο Φεστιβάλ Τσινγκμίνγκ, ο Σιού Σιουάν πήγε στον τοπικό βουδιστικό ναό να κάνει θυσίες προς τους προγόνους της οικογένειάς του. Μετά έκανε μια βόλτα στην όμορφη πόλη με την ανοιξιάτικη θέα. Όμως, ύστερα άρχισε να βρέχει και δεν είχε μαζί του καμία ομπρέλα. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι με βάρκα. Η Χανγκτζόου είχε πολλά ποταμάκια. Ευτυχώς είδε μια βάρκα κοντά και ήξερε τον βαρκάρη. Την στιγμή που οι δύο τους ξεκινούσαν, μια γλυκιά φωνή φώναξε,
«Με συγχωρείτε, μήπως μπορείτε να μας μεταφέρετε;»
Ο Σιού Σιουάν κοίταξε, και είδε μια πανέμορφη γυναίκα με λευκά ρούχα και μια επίσης πολύ όμορφη νεαρή υπηρέτρια με πράσινα ρούχα δίπλα της.
Αφού και οι δύο όμορφες κοπέλες ανέβηκαν στην βάρκα, έριξαν μια ματιά στον Σιού Σιουάν, ο οποίος για πρώτη φορά συναντούσε τόσο όμορφες γυναίκες. Η γυναίκα με τα λευκά ρώτησε, «αν δεν σας πειράζει θα ήθελα να μάθω πώς σας λένε».
Ο Σιού Σιουάν είπε το όνομά του και απάντησε και στην ερώτηση για την διεύθυνση και την δουλειά του. Έπειτα ρώτησε τις ίδιες ερωτήσεις.
Η γυναίκα απάντησε, «είμαι η μικρή αδελφή ενός δημοσίου υπαλλήλου με επώνυμο Μπάϊ, και ο μακαρίτης σύζυγός μου κύριος Τζανγκ θάφτηκε εδώ κοντά. Αφού κοντεύει το Φεστιβάλ Τσινγμίνγκ, ήρθα να κάνω θυσίες στον τάφο του. Δεν περίμενα να βρέξει, τύχη μου που σας συνάντησα.»
Κουβέντιασαν λίγο μέχρι που και η βάρκα πλησίασε στο ανάχωμα..
Η κυρία Μπάι, που στα κινέζικα σημαίνει λευκό, είπε, «βιάστηκα και δεν έφερα μαζί μου χρήματα. Μήπως μπορείτε να μου δανείσετε λίγα να πληρώσω την βάρκα; Θα σας τα επιστρέψω.»
Ο Σιού Σιουάν είπε, «χαρά μου.» Και κατέβηκε από την βάρκα με την κυρία και την υπηρέτρια.
Η κυρία Μπάι του έδωσε την διεύθυνση της κατοικίας της, και είπε, «αν σας βολεύει, να με επισκεφτείτε για να σας επιστρέψω τα χρήματα.»
«Δεν πειράζει. Είναι αργά, θα έρθω άλλη μέρα.»
Και οι δύο αποχαιρετίστηκαν.
Ο Σιού Σιουάν πήγε στο φαρμακείο βοτάνων όπου δούλευε και δανείστηκε μια ομπρέλα. Στην επιστροφή του στο σπίτι, άκουσε κάποιον να τον φωνάξει. Ήτανε η κυρία Μπάι κάτω από μια στέγη.
«Γιατί είστε εδώ, κυρία μου;» ρώτησε.
«Η βροχή δεν σταματάει και βράχηκαν τα παπούτσια μου. Η Τσινγκτσίνγκ γύρισε σπίτι να πάρει ομπρέλες και παπούτσια. Είναι πολύ αργά, μπορώ να χρησιμοποιήσω την ομπρέλα σας μαζί σας;» Να σημειώσουμε ότι η Τσινγκτσίνγκ ήτανε η υπηρέτρια με τα πράσινα ρούχα και ο χαρακτήρας Τσινγκ στα κινέζικα σημαίνει πράσινο.
Περπάτησαν μαζί μέχρι μια γέφυρα και ο Σιού Σιουάν την ρώτησε που πηγαίνει και του είπε ότι μένει κοντά, οπότε της έδωσε την ομπρέλα και της είπε ότι θα την επισκεφτεί την επόμενη ημέρα για να πάρει την ομπρέλα.
Η κυρία Μπάι τον ευχαρίστησε.
Εκείνη την βραδιά ο Σιού Σιουάν ονειρεύτηκε την κυρία Μπάι. Για την επόμενη ημέρα και την επίσκεψή του στην ωραία κυρία θα μιλήσουμε την επόμενη φορά.