Η κυρία Μπάι με την Τσινγκτσίνγκ με μια βάρκα πλησίασε την όχθη προσπαθώντας να πείσει τον Σιού Σιουάν να ανέβει στην βάρκα.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, έξω από τον Ναό Τζινσάν στην όχθη στεκόταν ο Σιού Σιουάν, πίσω τον είχε ακολουθήσει ο σεβάσμιος μοναχός Φαχάι ενώ η κυρία Μπάι με την Τσινγκτσίνγκ με μια βάρκα πλησίασε την όχθη προσπαθώντας να πείσει τον Σιού Σιουάν να ανέβει στην βάρκα.
Ο μοναχός Φαχάι επεσήμαινε τότε ότι η κυρία Μπάι ήτανε ένα τέρας και ότι θα την πιάσει.
Μόλις η κυρία Μπάι είδε τον μοναχό Φαχάι, αναποδογύρισε την βάρκα και μαζί με την Τσινγκτσίνγκ έπεσε στον ποταμό και οι δύο τους εξαφανίστηκαν.
Τότε ο Σιού Σιουάν ζήτησε βοήθεια από τον μοναχό και του είπε λεπτομερώς τι έγινε από την στιγμή που συνάντησε την κυρία Μπάι. Ο μοναχός Φαχάι τον επιβεβαίωσε ότι, «η κυρία Μπάι χωρίς αμφιβολία ήτανε ένα τέρας και καλύτερα να επιστρέψεις στην πατρίδα σου στο Χανγκτζόου. Εάν ξαναγυρίσει, πήγαινε στον Ναό Τζινγκτσί να με βρεις.»
Έτσι ο Σιού Σιουάν γύρισε στο σπίτι αλλά η κυρία Μπάι και η Τσινγκτσίνγκ δεν ήτανε εκεί, και μόνο τότε πίστεψε ότι η κυρία Μπάι ήτανε τέρας. Παρόλο που ο μοναχός Φαχάι του πρότεινε να επιστρέψει στην γενέτειρα του την πόλη Χανγκτζόου, να μην ξεχνάμε ότι ο Σιού Σιουάν είχε τιμωρηθεί να πάει σε άλλες πόλεις για καταναγκαστική εργασία οπότε δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι του.
Τότε ο Σιού Σιουάν ζήτησε βοήθεια από τον μοναχό και του είπε λεπτομερώς τι έγινε από την στιγμή που συνάντησε την κυρία Μπάι. Ο μοναχός Φαχάι τον επιβεβαίωσε ότι, «η κυρία Μπάι χωρίς αμφιβολία ήτανε ένα τέρας.»
Την δεύτερη μέρα το πρωί δεν πήγε στο δικό του φαρμακείο αλλά στον θείο Λι. και του είπε την περίεργη εμπειρία. Ο θείος Λι τότε είπε, «θυμάσαι τα γενεθλιά μου; Λιποθύμησα επειδή είδα την πραγματική της μορφή στην τουαλέτα. Ένα τεράστιο λευκό φίδι! Δεν τόλμησα να σου το πω. Καλύτερα να μην μένεις μόνος σου, μετακόμισε εδώ να μείνεις στο σπίτι μου.»
Έτσι πέρασαν δύο μήνες και τίποτα δεν συνέβη. Μια μέρα όμως στον δρόμο η αστυνομία φώναξε τους τιμωρημένους όπως τον Σιού Σιουάν για μία αυτοκρατορική εντολή αμνηστίας. Επειδή ο αυτοκράτορας εκείνης της στιγμής διόρισε τον κληρονόμο του, όλοι οι φυλακισμένοι εκτός από τους δολοφόνους απελευθερώθηκαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν σπίτι τους χάρην στην εθνική αμνηστία. Έτσι και ο Σιού Σιουάν επέστρεψε στην Χανγκτζόου.
Όταν έφτασε ο Σιού Σιουάν στο σπίτι της μεγάλης αδελφής και του κουνιάδου του, πρώτα από όλα τους ευχαρίστησε για όλη την βοήθεια και την υποστήριξη. Όμως, ο κουνιάδος του ήτανε ελαφρώς θυμωμένος, «γιατί με πειράζεις; Δύο φορές σε βοήθησα να βρεις δουλειά και καλό οικοδεσπότη. Παντρεύτηκες αλλά εσύ δεν νοιάζεσαι αρκετά για να μου γράψεις ένα γράμμα να με καλέσεις! Τι αναίσθητος που είσαι!»
Ο Σιού Σιουάν αρνήθηκε τότε λέγοντας, «δεν παντρεύθηκα καμία.»
«Αγαπημένε μου κύριε, θα είμαι ειλικρινής τώρα, αν συμφωνήσεις μαζί μου σε όλα, θα ζήσουμε με ευτυχία και τα περασμένα θα ξεχαστούν. Αν δεν συμφωνείς, τότε θα κάνω την πόλη σου κόλαση, και όλοι θα πεθάνουν από πλημμύρες!»
Ο κουνιάδος του ανταπάντησε, «μα λίγες μέρες πριν, ήρθε μια κυρία μαζί με μια υπηρέτρια υποστηρίζοντας ότι είναι γυναίκα σου. Είπε ότι πριν από λίγους μήνες πήγες στον Ναό Τζινσάν αλλά δεν επέστρεψες. Έψαξε παντού αλλά δεν σε βρήκε. Μόλις άκουσε ότι θα γυρίσεις στην Χανγκτζόου, ήρθε με την υπηρέτρια νωρίτερα για να σε περιμένει.» Έτσι κάλεσε την κυρία να συναντήσει τον Σιού Σιουάν.
Όπως φαντάζεστε, ήτανε πάλι η κυρία Μπάι και η υπηρέτρια Τσινγκτσίνγκ. Ταραχμένος ο Σιού Σιουάν δεν μπόρεσε να εξηγήσει στην αδελφή και κουνιάδο του, και δεν έκανε τίποτα άλλο εκτός από το να ακούσει τα παράπονα της κυρίας Μπάι.
Το βράδυ ο Σιού Σιουάν και η κυρία Μπάι πήγαν στο δικό τους δωμάτιο για ξεκούραση. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, ο Σιού Σιουάν έπεσε στα γόνατα προς την κυρία και ζήτησε φοβισμένος, «δεν ξέρω από πού είστε, ούτε αν είστε θεά ή φάντασμα. Σας παρακαλώ να φύγετε από την ζωή μου!»
Η κυρία Μπάι είπε, «αγάπη μου, τι εννοείς; Είμαστε παντρεμένοι για πολύ καιρό τώρα και δεν σου έκανα τίποτα κακό. Γιατί λες τέτοια παράλογα λόγια;»
«Από την στιγμή που σας συνάντησα, έχω υποφέρει δύο δίκες. Όπου στάλθηκα με ακολουθήσατε. Και όταν με ακολουθήσατε στον Ναό Τζινσάν, μόλις είδατε τον μοναχό πέσατε στον ποταμό. Νόμισα ότι χάσατε την ζωή σας. Δεν περίμενα ότι θα ερχόσασταν εδώ πριν από εμένα. Λυπηθείτε την ζωή μου, σας παρακαλώ!»
Η κυρία Μπάι θύμωσε τότε και είπε, «αγαπημένε μου κύριε, είμαστε σύζυγοι και μέχρι τώρα έχουμε περάσει στον γάμο μας ευτυχισμένα. Αλλά εσύ πιστεύεις τις φήμες και τα κουτσομπολιά των άλλων που βλάπτουν την αγάπη μας. Θα είμαι ειλικρινής τώρα, αν συμφωνήσεις μαζί μου σε όλα, θα ζήσουμε με ευτυχία και τα περασμένα θα ξεχαστούν. Αν δεν συμφωνείς, τότε θα κάνω την πόλη σου κόλαση, και όλοι θα πεθάνουν από πλημμύρες!»
Ακούγοντας την κυρία Μπάι, ο Σιού Σιουάν ταράχτηκε τόσο πολύ ώστε δεν μπόρεσε ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί.
Η υπηρέτρια Τσινγκτσίνγκ τότε είπε, «κύριε, στην κυρία μου αρέσει η ομορφιά σας και αγαπά την εγκάδια στοργή σας. Ακούστε με, φροντίσε να ζήσετε με την κυρία αρμονικά, και να πετάξετε τις αμφιβολίες σας από την καρδιά σας.»
Τι θα κάνει ο Σιού Σιουάν; Θα ζήσει μαζί της σαν τίποτα να έχει συμβεί; Η απειλή της κυρίας Μπάι θα πραγματοποιηθεί; Θα συνεχίσουμε την άλλη φορά.