Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος, η κυρία Μπάι απείλησε τον Σιού Σιουάν ότι εάν δεν συνέχιζε να την αγαπάει και έφευγε, αυτή θα κατέστρεφε την πόλη Χανγκτζόου με πλημμύρες. Η υπηρέτρια Τσινγκτσίνγκ τότε προσπάθησε να πείσει τον Σιού Σιουάν να συνεχίσει να ζει σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Ο Σιού Σιουάν παραπονέθηκε, «μα τι να κάνω τέλος πάντων!»
Όμως το παράπονό του το άκουσε η αδελφή του που ξεκουραζόταν στην αυλή. Νομίζοντας ότι το ζευγάρι είχε ερωτικό καβγαδάκι, πήγε προς το δωμάτιό τους και φώναξε τον Σιού Σιουάν έξω. Η κυρία Μπάι τότε έκλεισε την πόρτα και πήγε για ύπνο.
Μέσα ήταν σβηστά τα φώτα αλλά δεν ήτανε εντελώς σκοτεινό. Εκείνος τότε με την γλώσσα του έγλειψε το χαρτί που καλύπτει το πλαίσιο του παραθύρου.
Στο δωμάτιο της αδελφής του, ο Σιού Σιουάν της εξήγησε ασαφώς ότι είχε καβγαδίσει με την σύζυγο. Εκείνη την στιγμή ο κουνιάδος μπήκε μέσα και η αδελφή του είπε, «το ζευγάρι έχει ένα ερωτικό καβγαδάκι. Πήγε να δεις αν έχει κοιμηθεί η γυναίκα του». Ο κουνιάδος τότε πήγε προς το δωμάτιο και σταμάτησε μπροστά από το παράθυρο. Μέσα ήταν σβηστά τα φώτα αλλά δεν ήτανε εντελώς σκοτεινό. Εκείνος τότε με την γλώσσα του έγλειψε το χαρτί που καλύπτει το πλαίσιο του παραθύρου.
Για να εξηγήσουμε εδώ λίγο, παλιά στην Κίνα πριν γίνει κοινή χρήση του γυαλιού, οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ένα είδος χαρτιού για να καλύψουν τα παράθυρα. Μόνο οι πολύ πλούσιοι εκείνης της εποχής είχαν γυάλινα. Τα χάρτινα παράθυρα με λίγα νερά γίνονται αρχικά διαφανή και μετά αποκτούν τρύπες. Κοίταξε μέσα λοιπόν, και είδε ένα τεράστιο φίδι να κοιμάται στο κρεβάτι, με το κεφάλι του έξω από τον φεγγίτη για δροσιά. Από τα λέπια του φιδιού έλαμπε λευκό φως φωτίζοντας το δωμάτιο σαν να ήταν ημέρα. Ο κουνιάδος σοκαρίστηκε και επέστρεψε στο δικό του δωμάτιο, λέγοντας στην γυναίκα του ότι το δωμάτιο του ζευγαριού ήταν σκοτεινό, άρα πρέπει να είχε κοιμηθεί η κυρία Μπάι.
Παλιά στην Κίνα πριν γίνει κοινή χρήση του γυαλιού, οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ένα είδος χαρτιού για να καλύψουν τα παράθυρα.
Το βράδυ ο Σιού Σιουάν κρύφτηκε στο δωμάτιο της αδελφής του και δεν τόλμησε να επιστρέψει στο δικό του. Ο κουνιάδος δεν ρώτησε γιατί.
Την δεύτερη μέρα, ο κουνιάδος φώναξε τον Σιού Σιουάν έξω μακριά από το σπίτι, και τον ρώτησε, «πού προήλθε η γυναίκα σου; Πες μου την αλήθεια! Μην μου κρύψεις τίποτα. Χθες το βράδυ είδα με τα μάτια μου ότι πρόκειται για ένα μεγάλο λευκό φίδι. Ανησυχώ μήπως τρομάξει η αδελφή σου και δεν είπα τίποτα.»
Ο Σιού Σιουάν τότε είπε λεπτομερώς όλες τις εμπειρίες του στον κουνιάδο.
Ο κουνιάδος τότε είπε, «Μπροστά από τον Ναό του Λευκού Ίππου υπάρχει ένας κύριος Ντάι που ξέρει να πιάνει τα φίδια με μαγεία. Θα πάω μαζί σου να τον καλέσουμε.»
Όταν οι δύο έφτασαν στον Ναό Λευκού Ίππου, ο κύριος Ντάι ήτανε πράγματι εκεί. Ο Σιού Σιουάν του είπε, «στο σπίτι μας υπάρχει ένα μεγάλο φίδι. Σας παρακαλούμε να το πιάσετε.»
Ο κύριος Ντάι ζήτησε την διεύθυνση. Ο Σιού Σιουάν τον πλήρωσε ένα Λιανγκ ασήμι (αξίζει περίπου εκατό ευρώ σήμερα.) και υποσχέθηκε περισσότερα μετά όταν θα έχει τελειώσει την δουλειά. Ο κύριος Ντάι ανέλαβε την αποστολή και είπε ότι θα πάει αργότερα στο σπίτι τους.
Πιστεύεται στην αρχαία Κίνα ότι η κόκκινη σανδαράχη μπορεί να απομακρύνσει τα φίδια, έντομα αλλά και τα κακά πνεύματα. Είναι συνήθεια από τις παλιές εποχές να γράφεται ο χαρακτήρας "王 (βασιλιάς)" στο μέτωπο των παιδιών κατά την 5η Μαΐου σύμφωνα με το παραδοσιακό σεληνιακό ημερολόγιο.
Ο κύριος Ντάι ετοίμασε ένα ματζούνι από κόκκινη σανδαράχη και πήγε όπου του είπαν. Χτύπησε την πόρτα αλλά κανείς δεν απάντησε. Χτύπησε συνεχώς μέχρι που η κυρία Μπάι βγήκε έξω.
«Ποιόν θέλετε;»
Ρώτησε τότε ο κύριος Ντάι, «εδώ δεν μένει ο δημόσιος υπάλληλος Λι Ρεν (δηλαδή ο κουνιάδος του Σιού Σιουάν);»
«Εδώ είναι.»
«Ήρθαν δύο κύριοι ισχυριζόμενοι ότι στο σπίτι σας υπάρχει ένα τεράστιο φίδι. Μου είπαν να το πιάσω.»
Η κυρία Μπάι είπε, «δεν έχουμε φίδι εδώ. Κάνατε λάθος.»
Ο κύριος Ντάι συνέχισε, «οι δύο κύριοι μου έδωσαν ασήμι και μου υποσχέθηκαν περισσότερα αφού πιάσω το φίδι.»
«Δεν υπάρχει φίδι. Μην πιστεύετε τα ψέματα τους.»
«Πρέπει να έχει φίδι, αλλιώς γιατί με πλήρωσαν! Για αστείο; »
Στην αρχαία Κίνα ήτανε πολύ αγενές να περάσει την αυλή και να πλησιάσει τα δωμάτια ενός σπιτιού χωρίς πρόσκληση και την συντροφιά του οικοδεσπότη.
Η κυρία Μπάι ενοχλήθηκε από την επιμονή του κυρίου Ντάι, και είπε, «ξέρεις πραγματικά να πιάσεις ένα φίδι; Φοβάμαι μήπως δεν είσαι αρκετά ικανός για να το πιάσεις.»
Απάντησε τότε ο κύριος Ντάι, «η οικογένειά μου έχει πιάσει φίδια για εφτά με οχτώ γενιές. Δεν είναι δύσκολο για εμένα να πιάσω ένα φίδι!»
«Τώρα λες ότι μπορείς. Όταν το δεις όμως θα τρέξεις.»
«Όχι, όχι, δεν θα φύγω. Πάμε να δούμε.»
Έτσι ο κύριος ακολούθησε την κυρία Μπάι μέσα στο σπίτι. Στην αυλή η κυρία Μπάι έστριψε και έφυγε. Ο κύριος Ντάι σταμάτησε επειδή ήτανε πολύ αγενές να περάσει την αυλή και να πλησιάσει τα δωμάτια ενός σπιτιού χωρίς πρόσκληση και την συντροφιά του οικοδεσπότη.
Τι θα γίνει στην συνέχεια; Θα δούμε την άλλη φορά.