Κατά την διάρκεια της Δυναστείας Τανγκ, υπήρχε ένας άνδρας που ονομαζόταν Τσουνγιού Φεν. Του άρεσαν τα ποτά και ήτανε πάντα κακόκεφος. Προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια και ο πατέρας του ήτανε στρατηγός.
Ο ίδιος ήξερε καλά την τέχνη του πολέμου και δούλευε ως αναπληρωτής ενός στρατηγού όμως μια φορά μεθυσμένος προσέβαλε τον προϊστάμενό του και απολύθηκε. Μετά από την απόλυσή του, η ζωή του έγινε όλο και πιο ακόλαστη και καθόταν και έπινε κρασί στο σπίτι του συνέχεια. Νότια από την κατοικία του υπήρχε ένα τεράστιο δένδρο που υπάρχει στην Κίνα και που ονομάζεται σοφόρα και η σκιά της κάλυπτε χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Ο Τσουνγιού κάθε μέρα έπινε κρασί μαζί με τους φίλους του στην σκιά αυτής της κινεζικής σοφόρας.
Μια μέρα ο Τσουνγιού ξανά-μέθυσε και δύο φίλοι του τον πήγανε στο σπίτι και τον έβαλαν στο κρεβάτι του, λέγοντας «κοιμήσου λίγο. Εμείς θα ταΐσουμε τα άλογα και θα πλύνουμε τα πόδια μας. Δεν θα φύγουμε εάν δεν αισθανθείς καλύτερα.»
Περνώντας την σπηλιά, ανακάλυψε ότι εκεί μέσα υπήρχαν και βουνά, ποτάμια, δέντρα, φυτά, δρόμοι αλλά όλα διαφορετικά από τον ανθρώπινο κόσμο.
Έτσι ο Τσουνγιού έβγαλε το καπέλο και αποκοιμήθηκε νιώθοντας γρήγορα ότι άρχισε να ονειρεύεται.
Εκείνη την στιγμή, ήρθαν δύο αγγελιοφόροι ντυμένοι στα μωβ και του είπαν, «ο βασιλιάς, μας έστειλε να σας καλέσουμε στο βασίλειο μας.»
Ασυναίσθητα ο Τσουνγιού σηκώθηκε ισιώνοντας τα ρούχα του, και ακολούθησε τους αγγελιοφόρους έξω. Μπροστά από την πόρτα, είδε μια πράσινη άμαξα με τέσσερα άλογα, δίπλα στην οποία υπήρχαν εφτά η οχτώ υπηρέτες. Ανέβηκε στην άμαξα και πήγε προς την τεράστια σοφόρα.
Εμφανίστηκε τότε στο δέντρο μια σπηλιά και η άμαξα μπήκε κατευθείαν μέσα. Του Τσουνγιού του φάνηκε πολύ παράξενο αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει. Περνώντας την σπηλιά, ανακάλυψε ότι εκεί μέσα υπήρχαν και βουνά, ποτάμια, δέντρα, φυτά, δρόμοι αλλά όλα διαφορετικά από τον ανθρώπινο κόσμο. Η άμαξα προχώρησε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και πλησίασε μια πόλη. Στον δρόμο πέρασαν και πολύ άλλοι πεζοί και άμαξες. Οι υπηρέτες προστατεύοντας το αμάξι του Τσουνγιού φώναζαν δυνατά στους άλλους να ανοίξουν δρόμο. Στο τείχος της πόλης, ήταν γραμμένο με μεγάλους χαρακτήρες «Μέγα Βασίλειο Σοφόρας». Μόλις η άμαξα μπήκε μέσα στην πόλη, ήρθε ένας άλλος αγγελιοφόρος και είπε, «ο βασιλιάς ξέρει ότι έρχεστε από μακριά και είναι ένα κουραστικό ταξίδι. Ελάτε μαζί να ξεκουραστείτε πρώτα στο βασιλικό ξενοδοχείο.»
Αργότερα ήρθε ο πρωθυπουργός του βασιλείου, ντυμένος επίσημα.
Το ξενοδοχείο ήτανε πολύ πολυτελές και ο Τσουνγιού χάρηκε πολύ. Αργότερα ήρθε ο πρωθυπουργός του βασιλείου, ντυμένος επίσημα και είπε, «παρόλο που το βασίλειο μας είναι μικρό και μακριά από την πατρίδα σας, ο βασιλιάς μας αποφάσισε να σας καλέσει στο βασίλειο μας και να σας παντρέψει με την πριγκίπισσα μας.»
Ο Τσουνγιού αρνήθηκε λέγοντας, «δεν είμαι υψηλής θέσης, δεν έχω κάνει κάποιο κατόρθωμα, ούτε έχω μεγάλα ταλέντα, πώς μπορώ να έχω αυτή την τόσο καταπληκτική τύχη;»
Ο πρωθυπουργός τότε τον κάλεσε να έρθει μαζί του στο παλάτι για να συναντήσει τον βασιλιά.
Στον παλάτι στέκονται στις δύο πλευρές για να καλωσορίσουν τον Τσουνγιού οι φύλακες και οι αξιωματούχοι, ανάμεσα στους οποίους ο Τσουνγιού είδε ένα φίλο του τον Τζόου Μπιάν που συχνά έπιναν μαζί κρασί. Ο Τσουνγιού χάρηκε πολύ που είδε ένα παλιό φίλο σε αυτό το άγνωστο βασίλειο αλλά δεν τόλμησε να τον ρωτήσει τι γίνεται.
Ο πρωθυπουργός τότε τον κάλεσε να έρθει μαζί του στο παλάτι για να συναντήσει τον βασιλιά.
Ο Τσουνγιού ακολουθώντας τον πρωθυπουργό προχώρησε σε μια αίθουσα. Ένας ψηλός και ωραίος άνθρωπος, ντυμένος με λευκό μετάξι και φορώντας ένα πολυτελές καπέλο, καθόταν στο θρόνο. Οι υπηρέτες είπαν στον Τσουνγιού να γονατίσει και να απευθύνει χαιρετισμό στον βασιλιά. Ο βασιλιάς τότε είπε, «παλιά ο πατέρας σου έδειξε συμπάθεια στο μικρό βασίλειο μου και συμφώνησε να σε παντρέψω με την δεύτερη κόρη μου.»
Ο Τσουνγιού απλώς απάντησε «ευχαριστώ» και δεν είπε τίποτα άλλο.
Ο βασιλιάς συνέχισε, «να επιστρέψεις τώρα πρώτα στο ξενοδοχείο. Η τελετή του γάμου θα γίνει αργότερα.»
Ο Τσουνγιού σκέφτηκε ότι ο πατέρας του ήτανε στρατηγός στα σύνορα και μόλις είχε μάθει ότι κρατούνταν από τους εχθρούς. Ακόμα δεν ήξερε αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Γιατί συνέβη τόσο περίεργο πράγμα; Μήπως ο πατέρας του είχε συνάψει ειρήνη με τους εχθρούς;
Σκέφτηκε για πολύ ώρα αλλά δεν κατάλαβε καθόλου γιατί του συνέβη αυτή η εμπειρία.
Ο Τσουνγιού θα παντρευτεί με την πριγκίπισσα; Αυτό θα το πούμε την επόμενη φορά.