Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο, ένα άλλο βασίλειο, το Σάνταλο & Αμπέλι, επιτέθηκε στην περιφέρεια Νανκέ του Μεγάλου Βασιλείου της Σοφόρας, και ο Τσουνγιού ως περιφερειάρχης παραχώρησε 30 χιλιάδες στρατιώτες στον παλιό φίλο του Τζόου για να αντεπιτεθεί. Εκείνος όμως νικήθηκε και διέφυγε στην πόλη μόνος του αφήνοντας τους στρατιώτες πίσω στο πεδίο μάχης.
Ο Τσουνγιού τότε συνέλαβε τον Τζόου και τον έστειλε στον βασιλιά για τιμωρία. Ο βασιλιάς τον συγχώρησε αφού στους πολέμους πάντα υπάρχουν νίκες και ήττες. Δυστυχώς, όμως τον ίδιο μήνα ο Τζόου πέθανε από έλκη στην πλάτη του.
Την ίδια στιγμή αρρώστησε σοβαρά και η πριγκίπισσα Γιαοφάνγκ.
Την ίδια στιγμή αρρώστησε σοβαρά και η πριγκίπισσα Γιαοφάνγκ. Παρά την προσπάθεια των γιατρών, η πριγκίπισσα πέθανε δέκα μέρες αργότερα. Ο Τσουνγιού λυπημένος υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης από την θέση του περιφερειάρχη και αποφάσισε να μεταφέρει το φέρετρο της πριγκίπισσας στην πρωτεύουσα. Ο βασιλιάς έγκρινε την συνταξιοδότησή του και διόρισε τον άλλο παλιό φίλο του, τον Τιεν, περιφερειάρχη.
Όταν ξεκίνησε η αποστολή με το φέρετρο, οι ντόπιοι έκλαιγαν δίπλα στον δρόμο και παρακαλούσαν τον Τσουνγιού να μείνει. Όταν το φέρετρο έφτασε στην πρωτεύουσα, ο βασιλιάς και η βασίλισσα περίμεναν έξω από την πόλη κλαίγοντας φορώντας πένθιμες ενδυμασίες. Το φέρετρο της πριγκίπισσας τελικά τάφηκε σε ένα λόφο πέντε χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα που ονομαζόταν «Λόφος του Ελικοειδούς Δράκοντα». Τον ίδιο μήνα, ο γιός του Τζόου επίσης μετέφερε το φέρετρο του πατέρα του πίσω στην πρωτεύουσα.
Όταν το φέρετρο έφτασε στην πρωτεύουσα, ο βασιλιάς και η βασίλισσα περίμεναν έξω από την πόλη κλαίγοντας φορώντας πένθιμες ενδυμασίες.
Ο Τσουνγιού αφού είχε εργαστεί ως περιφερειάρχης για 20 χρόνια και διέθετε υψηλό τίτλο ευγενείας, κρατούσε άριστες σχέσεις με τους ανώτατους αξιωματούχους και τους ευγενείς. Τώρα που είχε επιστρέψει στην πρωτεύουσα, οι επισκέπτες υψηλής θέσης και τάξης γέμιζαν το σπίτι του. Το γόητρο και η δύναμη του Τσουνγιού γίνονταν ακόμα μεγαλύτερα. Ο βασιλιάς στην καρδιά του δεν θεωρούσε πια τον Τσουνγιού όπως παλιά όταν ζούσε ακόμα η κόρη του η πριγκίπισσα Γιαοφάνγκ.
Εκείνη την στιγμή, κάποιος αξιωματούχος ανέφερε στον βασιλιά ότι «αλλάζουν τα ουράνια φαινόμενα και η αλλαγή συμβολίζει την καταστροφή για το βασίλειό μας. Η πρωτεύουσα θα αναγκαστεί να μετακομίσει. Το βασίλειο θα υποφέρει σοβαρά. Η τραγωδία θα προκληθεί από αλλοδαπό και θα ξεσπάσει στο παλάτι.»
Ο βασιλιάς τότε τον απαγόρεψε να έρθουν σε επαφή με άλλους διατάσσοντάς τον να μείνει στο σπίτι του και να μην βγει έξω.
Ο κόσμος άρχισε να λέει ότι η εξουσία και η δύναμη του Τσουνγιού είναι υπερβολικές και ίσως να σχετίζονται με την προφητεία για το τι θα συμβεί. Ο βασιλιάς τότε αφαίρεσε τους υπηρέτες, ακολούθους και φύλακες του Τσουνγιού και τον απαγόρεψε να έρθουν σε επαφή με άλλους διατάσσοντάς τον να μείνει στο σπίτι του και να μην βγει έξω.
Ο Τσουνγιού θεωρούσε ότι για τα 20 χρόνια που διοίκησε την περιφέρεια έκανε τα καθήκοντα του τέλεια. Τώρα ήταν πολύ στενοχωρημένος που οι ψευδείς φήμες τον συκοφαντούσαν.
Ο βασιλιάς έμαθε για αυτό και μια φορά όταν ο Τσουνγιού πήγε στο παλάτι μαζί με τα παιδιά του, ο βασιλιάς του είπε, «είμαστε συγγενείς για πάνω από 20 χρόνια. Λυπήθηκα πολύ που η κόρη μου πέθανε νωρίς.» Η βασίλισσα τότε κάλεσε τα παιδιά του Τσουνγιού και της πριγκίπισσας να μείνουν στο παλάτι να τους φροντίζει η ίδια.
Στην συνέχεια ο βασιλιάς είπε, «έχεις φύγει από την πατρίδα σου εδώ και χρόνια. Γιατί δεν γυρίζεις για ένα σύντομο χρονικό διάστημα να επισκεφθείς τους συγγενείς σου; Τα παιδιά θα μείνουν στο παλάτι. Μην ανησυχείς. Θα στείλω κάποιον να σε ξαναφέρει σε τρία χρόνια.»
Ο Τσουνγιού αρνήθηκε λέγοντας, «εδώ είναι η πατρίδα και το σπίτι μου. Να γυρίσω σε ποιο μέρος;»
Ο βασιλιάς γελώντας του απάντησε, «έρχεσαι από τον ανθρώπινο κόσμο. Η πατρίδα σου δεν είναι εδώ.»
Δακρυσμένος ζήτησε να γυρίσει στην δική του πατρίδα.
Ο Τσουνγιού ακούγοντας το, μπερδεύτηκε για πολλά λεπτά και ξαφνικά θυμήθηκε πώς ήρθε στο βασίλειο αυτό. Δακρυσμένος ζήτησε να γυρίσει στην δική του πατρίδα.
Ο βασιλιάς φώναξε τους ακολούθους για να τον συνοδέψουν και ο Τσουνγιού είδε ότι ήτανε οι δύο αγγελιοφόροι ντυμένοι στα μωβ που τον είχαν φέρει στο βασίλειο αρχικά.
Τι συνέβη στην συνέχεια; Θα δούμε την επόμενη φορά.