Όπως και «η στρατηγός Χουά Μουλάν», το μεγάλο λαϊκό ποίημα «το παγώνι πετάει προς τα νοτιοανατολικά» διηγείται επίσης μια συγκινητική ιστορία. Το ποίημα δημιουργήθηκε γύρω στον 2ο αιώνα όταν ο κομφουκιανισμός είχε ξεπεράσει σε σημασία όλες τις άλλες φιλοσοφικές σχολές και κυριαρχούσε σε ολόκληρη την χώρα. Εκείνη την εποχή τονιζόταν πολύ ο σεβασμός και η υπακοή των παιδιών προς τους γονείς. Η τραγωδία ενός ζευγαριού συνέβη με αυτό το φόντο ακριβώς.
Στα τέλη της Δυναστείας Χαν κατά την διάρκεια των ετών Τζιαν'άν (196-220), μια κοπέλα η Λιού Λαντζί, σύζυγος του Τζιάο Τζονγκτσίνγκ, δημόσιος υπάλληλος στην πόλη Λουτζιάνγκ, στάλθηκε από την πεθερά της πίσω στην δική της οικογένεια. Ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπαντρευτεί αλλά η οικογένειά της συνεχώς την πίεζε να ξαναπαντρευτεί. Η Λαντζί αυτοκτόνησε πηδώντας στο νερό. Ο Τζονγκτσίνγκ μαθαίνοντας την είδηση αυτή, αυτοκτόνησε με απαγχονισμό. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης δημιούργησαν το ποίημα αυτό πενθώντας για τον θάνατό τους.
Στα 15 μου, έμαθα να παίζω το Κονγκχόου (ένα είδος μουσικού οργάνου).
Το παγώνι πετά προς τα νοτιοανατολικά, και κάθε 2,5 χιλιόμετρα περιμένει για λίγο.
«Όταν ήμουνα 13 χρονών, μπορούσα ήδη να υφαίνω μετάξι. Όταν ήμουνα 14 χρονών, μπορούσα να ράβω ρούχα. Στα 15 μου, έμαθα να παίζω το Κονγκχόου (ένα είδος μουσικού οργάνου), στα 16 μου, μπορούσα να διαβάζω τα κλασσικά έργα. Στα 17, έγινα σύζυγός σου αλλά νιώθω συνεχώς λυπημένη και δυστυχισμένη. Είσαι ένας δημόσιος υπάλληλος στην περιφερειακή κυβέρνηση, ασφαλώς πρέπει να εκτελείς τα καθήκοντά σου πιστά. Με αφήνεις στο άδειο δωμάτιο, οι ημέρες που είμαστε μαζί γίνονται όλο και λιγότερες. Κάθε μέρα όταν ο κόκορας λαλεί, μπαίνω στο δωμάτιο ύφανσης και υφαίνω, κάθε βράδυ δεν καταφέρνω να ξεκουραστώ. Σε τρεις μέρες υφαίνω 5 τόπια ύφασμα αλλά η πεθερά μου επίτηδες με φωνάζει τεμπέλα και αργή. Δεν υφαίνω αργά ούτε είμαι τεμπέλα, είναι δύσκολα τα πεθερικά. Δεν αντέχω πια να κάνω ό,τι θέλει η οικογένειά σου, δεν έχει νόημα που παραμένω εδώ. Σε παρακαλώ να μιλήσεις στα πεθερικά μου, και να με αφήσεις να πάω άμεσα στην δική μου οικογένεια.»
Σε τρεις μέρες υφαίνω 5 τόπια ύφασμα αλλά η πεθερά μου επίτηδες με φωνάζει τεμπέλα και αργή.
Ο Τζονγκτσίνγκ άκουσε τα λόγια της Λαντζί, και πήγε στην μητέρα του και είπε, «δεν είχα την τύχη να γίνω ένας ανώτατος αξιωματούχος αλλά είναι τύχη μου που παντρεύτηκα με μια άριστη γυναίκα. Γίναμε ευτυχισμένο ζευγάρι μόλις ενηλικιωθήκαμε. Ελπίζουμε ότι θα περάσουμε την ζωή μας μαζί μέχρι τον θάνατο. Τώρα που είμαστε ζευγάρι για δύο τρία χρόνια, η γλυκιά ζωή μόλις ξεκίνησε. Η συμπεριφορά της δεν έχει κανένα λάθος, δεν ξέρουμε γιατί δεν σας ικανοποιεί και δεν κερδίζει την αγάπη σας.»
Η μητέρα του απάντησε, «πώς μπορείς και είσαι τόσο πεισματάρης! Η νύφη αυτή δεν ξέρει από ευγένεια και φέρεται τόσο ελεύθερα. Έχω θυμώσει εδώ και καιρό. Πώς μπορείς να αποφασίσεις από μόνος σου! Στην γειτονιά στα ανατολικά, υπάρχει μια κοπέλα που ονομάζεται Τσιν Λουοφού. Το αξιαγάπητο παράστημα της είναι ασύγκριτο. Θα πάω να την ζητήσω σε γάμο για σένα. Πρέπει να διώξεις την Λαντζί γρήγορα, να την διώξεις να μην παραμείνει άλλο καιρό!»
Η νύφη αυτή δεν ξέρει από ευγένεια και φέρεται τόσο ελεύθερα. Έχω θυμώσει εδώ και καιρό.
Ο Τζονγκτσίνγκ έπεσε στα γόνατα παρακαλώντας την μητέρα του, «αν η Λαντζί φύγει τώρα, δεν θα παντρευτώ με καμία άλλη κοπέλα μέχρι τον θάνατό μου!»
Η μητέρα ακούγοντας τα λόγια του Τζονγκτσίνγκ, θύμωσε και χτυπώντας με τα χέρια το κρεβάτι όπου καθόταν είπε, «τι παιδί που είσαι! Πώς τολμάς να υποστηρίζεις την νύφη με ανόητα λόγια. Δεν νιώθω καμία συμπάθεια προς αυτήν, και δεν θα συμφωνήσω ποτέ μαζί σου!»
Ο Τζονγκτσίνγκ αμίλητος άφησε την μητέρα και γύρισε στο δικό του δωμάτιο. Άρχισε να μιλάει με την γυναίκα του κλαίγοντας, «δεν είναι προθυμία μου να σε διώξω αλλά η μητέρα με πιέζει. Ωστόσο η επιστροφή στην δική σου οικογένεια θα είναι προσωρινή και εγώ θα πάω στην περιφέρεια. Σύντομα θα γυρίσω από την περιφέρεια και θα πάω να σε φέρω πίσω. Να αντέξεις για λίγο και να μην παραβιάσεις τα λόγια μου.»
Και μεγάλα και μικρά κουτιά, έξι με εφτά δεκάδες, δεμένα όλα με πράσινα σκοινιά. Μέσα είναι διάφορα πράγματα όλων των ειδών.
Η Λαντζί ειλικρινά είπε τότε, «δεν χρειάζεται τόση ταλαιπωρία. Θυμάμαι την ημέρα που έφυγα από το δικό μου σπίτι και έφτασα στο δικό σου. Υπακούω τα πεθερικά μου από το βάθος της καρδιάς μου. Καμία κίνηση και πράξη δεν κάνω με την δική μου θέληση. Μέρες και βράδια εργάζομαι εργατικά. Κατά την δική μου άποψη δεν έχω κανένα σφάλμα και είμαι πρόθυμη να περιποιηθώ τα πεθερικά μου για ολόκληρη την ζωή μου. Αλλά με διώχνουν. Πώς μπορεί να ξαναέρθω στο σπίτι σου. Έχω ένα ωραίο πανωφόρι κεντημένο με ένδοξα σχέδια. Και μεγάλα και μικρά κουτιά, έξι με εφτά δεκάδες, δεμένα όλα με πράσινα σκοινιά. Μέσα είναι διάφορα πράγματα όλων των ειδών. Η ιδιοκτήτρια τους είναι ταπεινή και βέβαια τα πράγματα είναι ασήμαντα. Δεν ταιριάζουν να καλωσορίσουν την επόμενη νύφη. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να τα δόσεις ελεημοσύνη σε άλλους. Φτάνοντας στο σημείο αυτό δεν θα ξανασυναντηθούμε. Ελπίζω να μην με ξεχάσεις.»
Τι θα γίνει στην συνέχεια, θα διηγηθούμε την επόμενη φορά.