Όπως αναφέραμε ήδη, ο νεαρός Γουάνγκ συνάντησε μια πανέμορφη κοπέλα στον δρόμο, η οποία ισχυρίστηκε ότι διέφυγε από την οικογένεια όπου ήτανε παλλακίδα. Ο Γουάνγκ τότε την πήρε στο δικό του σπίτι και την έκρυψε στο γραφείο του. Όμως, μια μέρα όταν γύρισε στο γραφείο νωρίτερα από ό,τι σχεδίαζε, κρυφοκοίταξε μέσα και ανακάλυψε ότι η πανέμορφη κοπέλα ήτανε ένα τέρας που φορούσε ένα ζωγραφισμένο ανθρώπινο δέρμα.
Φοβισμένος ο Γουάνγκ, κρυφά ξαναπήδηξε τον τοίχο και γύρισε στην κύρια κατοικία του σπιτιού του. Αμέσως έτρεξε στον δρόμο να ψάξει παντού βιαστικά τον ταοϊστή που είχε συναντήσει νωρίτερα στον δρόμο. Τελικά τον βρήκε στα περίχωρα.
Ο Γουάνγκ έπεσε στα γόνατά του ζητώντας από τον ταοϊστή να τον βοηθήσει.
Έτρεξε κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο της συζύγου του, την κα. Τσεν και κρέμασε το μαστίγιο έξω από την πόρτα.
Ο ταοϊστής είπε, «φτάνει να του ζητήσεις να φύγει. Δεν χρειάζεται να το σκοτώσουμε. Πολλές δυσκολίες έπρεπε να περάσει για να κερδίσει την σημερινή του δύναμη.» Έτσι του έδωσε το μαστίγιο που συνήθως κρατάνε σχεδόν όλοι οι ταοϊστές και του είπε, «κρέμασε το στην πόρτα του υπνοδωματίου σου, και το τέρας δεν θα μπορέσει να μπει μέσα. Τελικά θα φύγει. Όταν φύγει, να ξανασυναντηθούμε να μου το επιστρέψεις.»
Όταν ο Γουάνγκ γύρισε στο σπίτι του, δεν τόλμησε να ξαναπάει στο γραφείο να τσεκάρει την κοπέλα. Έτρεξε κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο της συζύγου του, την κα. Τσεν και κρέμασε το μαστίγιο έξω από την πόρτα.
Τα μεσάνυχτα, άκουσε περίεργο ήχο έξω από το δωμάτιο αλλά φοβήθηκε τόσο πολύ που δεν τόλμησε ούτε να κοιτάξει. Ζήτησε από την Τσεν να κρυφοκοιτάξει, η οποία είδε την κοπέλα να στέκεται έξω κοιτάζοντας το μαστίγιο. Η κοπέλα στεκόταν εκεί για πολύ ώρα σφίγγοντας τα δόντια.
Ο Γουάνγκ και η Τσεν περίμεναν μέσα στο δωμάτιο άυπνα. Μετά από λίγες ώρες η κοπέλα έφυγε. Ακόμα όμως δεν τολμούσαν ούτε να ανάψουν το κερί.
Μόλις ο Γουάνγκ πήγε να αναστενάξει από ανακούφιση, η κοπέλα εμφανίστηκε και πολύ οργισμένα έπιασε το μαστίγιο και το ξέσχισε σε κομμάτια.
Μόλις ο Γουάνγκ πήγε να αναστενάξει από ανακούφιση, η κοπέλα εμφανίστηκε και πολύ οργισμένα έπιασε το μαστίγιο λέγοντας, «βλάκας ο ταοϊστής! Δεν θα φτύσω ό,τι έχω καταπιεί!», και το ξέσχισε σε κομμάτια. Κατέστρεψε την πόρτα του δωματίου, μπήκε μέσα, πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του Γουάνγκ, άνοιξε με τα χέρια το στήθος του, του έβγαλε την καρδιά και την πήρε φεύγοντας.
Η σύζυγος όταν ξύπνησε από τον τεράστιο φόβο και την ταραχή, στρίγγλισε δυνατά. Μια υπηρέτρια ήρθε βιαστικά και όταν άναψε το φως, ανακάλυψαν ότι ο Γουάνγκ είχε ήδη πεθάνει, με το στήθος του ανοιχτό και το αίμα να ρέει παντού. Η Τσεν βλέποντας με τα δικά της μάτια την σκηνή, ταράχτηκε τόσο πολύ ώστε δεν μπόρεσε να βγάλει κανένα ήχο.
Την επόμενη μέρα, η Τσεν ησύχασε λίγο και ζήτησε από τον μικρό αδελφό του Γουάνγκ να ενημερώσει τον ταοϊστή. Ο ταοϊστής θύμωσε πολύ, «είχα νιώσει συμπάθεια για το τέρας! Δεν το περίμενα να είναι τόσο άγριο.»
Ακολούθησε τον αδελφό στο σπίτι του Γουάνγκ αλλά η κοπέλα είχε εξαφανιστεί ήδη. Ο ταοϊστής κοίταξε προσεκτικά γύρω και είπε, «καλά που δεν έχει διαφύγει μακριά. Είναι ακόμα εδώ κοντά.» Ρώτησε ποιανού ήτανε η κατοικία νότια από το σπίτι του Γουάνγκ και ο αδελφός απάντησε ότι ήτανε δική του.
Κατέστρεψε την πόρτα του δωματίου, μπήκε μέσα, πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του Γουάνγκ, άνοιξε με τα χέρια το στήθος του, του έβγαλε την καρδιά και την πήρε φεύγοντας.
«Η κοπέλα είναι τώρα στο σπίτι σου.»
Ο αδελφός ξαφνιάστηκε και δεν πίστεψε ότι στο σπίτι του κρυβόταν η κοπέλα.
«Δεν έχει πάει κάποιος άγνωστος;»
Αλλά ο αδελφός δεν ήτανε σίγουρος αφού πρωί πρωί είχε βγει έξω για να βρει τον ταοϊστή, οπότε είπε «πάω να ρωτήσω την σύζυγό μου.»
Σύντομα γύρισε και είπε στον ταοϊστή, «πράγματι ήρθε ένας άγνωστος. Αλλά δεν είναι μια νεαρή κοπέλα, είναι απλώς μια γυναίκα. Ζήτησε να εργάζεται στο σπίτι μου ως υπηρέτρια. Η σύζυγός μου συμφώνησε. Είναι ακόμα στο σπίτι μου.»
Ο ταοϊστής είπε, «είναι το ίδιο τέρας. Πρέπει να έχει αποκτήσει ένα άλλο ανθρώπινο δέρμα. Έρχομαι μαζί σου να το πιάσω.»
Την επόμενη μέρα, η Τσεν ησύχασε λίγο και ζήτησε από τον μικρό αδελφό του Γουάνγκ να ενημερώσει τον ταοϊστή.
Τι συνέβη αργότερα; Θα πιαστεί το τέρας; Θα το μάθουμε την άλλη φορά.