Κινεζικοί Λαϊκοί Μύθοι (35) – το ζωγραφισμένο δέρμα (3ο μέρος)

2016-10-21 14:29:23     Caoxiuyuan

Όπως διηγηθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο, η κοπέλα, η οποία πράγματι ήταν ένα φοβερό τέρας που φορούσε ένα ζωγραφισμένο ανθρώπινο δέρμα, αφότου σκότωσε τον Γουάνγκ ανοίγοντας με τα χέρια της το στήθος του και βγάζοντας του την καρδιά, διέφυγε στο γειτονικό σπίτι, δηλαδή του αδελφού του Γουάνγκ,.

Ο αδελφός του και η σύζυγος του Γουάνγκ, Τσεν, ακολουθώντας τον ταοϊστή πήγανε στην γειτονική κατοικία όπου ο ταοϊστής κρατώντας το ξύλινο σπαθί του στάθηκε στο κέντρο της αυλής και φώναξε, «τέρας! Πού είναι το μαστίγιο μου;»

 

Ο ταοϊστής την κυνήγησε και όταν της επιτέθηκε με το ξύλινο σπαθί, η γυναίκα έπεσε στην γη.

Το τέρας, το οποίο τώρα φορούσε το δέρμα μιας γυναίκας μέσης ηλικίας, ταράχτηκε πολύ στο δωμάτιο και φοβισμένα βγήκε έξω από το δωμάτιο προσπαθώντας να διαφύγει. Ο ταοϊστής την κυνήγησε και όταν της επιτέθηκε με το ξύλινο σπαθί, η γυναίκα έπεσε στην γη, και ένα άσχημο τέρας έφυγε από το δέρμα σαν ένα φίδι που βγήκε από το δέρμα του. Το τέρας ξαπλωμένο στο έδαφος άρχισε να ουρλιάζει σαν χοίρος.

Ο ταοϊστής αποκεφάλισε το τέρας και τότε το σώμα του έγινε μια μάζα μαύρου καπνού. Στην συνέχεια ο ταοϊστής πήρε ένα νεροκολόκυθο (δείτε στην φωτογραφία), το άνοιξε και έβαλε μέσα τον μαύρο καπνό. Ο ταοϊστής προσεκτικά έκλεισε το νεροκολόκυθο και το έβαλε στην τσάντα του.

Εκείνη την στιγμή μερικοί άνθρωποι τόλμησαν να κοιτάξουν από κοντά το δέρμα που έβγαλε το τέρας, το οποίο διέθετε όλα τα ζωγραφισμένα ανθρώπινα στοιχεία όπως φρύδια, μάτια, κ.τ.λ..

Στην συνέχεια ο ταοϊστής πήρε ένα νεροκολόκυθο, το άνοιξε και έβαλε μέσα τον μαύρο καπνό.

Ο ταοϊστής τύλιξε το δέρμα σαν να ήταν μια ζωγραφιά. Το έβαλε επίσης στην τσάντα του και αποχαιρέτισε τους άλλους φεύγοντας. Όμως, η Τσεν, η σύζυγος του Γουάνγκ τον σταμάτησε πέφτοντας στα γόνατά της, και ζήτησε κλαίγοντας από τον ταοϊστή να φέρει τον Γουάνγκ ξανά στην ζωή.

«Λυπάμαι πολύ, κυρία, αλλά δεν έχω την ικανότητα να ξαναζωντανέψω τους πεθαμένους. Να με συγχωρήσετε», απάντησε ο ταοϊστής.

Η Τσεν απελπίστηκε τόσο που ούτε μπορούσε να σταθεί.

Ο ταοϊστής ξανασκέφτηκε λίγο και της είπε, «στην πόλη σας στον δρόμο υπάρχει ένας τρελός, νομίζω μερικοί από σας τον ξέρετε. Συνήθως ξαπλώνει στα σκουπίδια. Προσπαθήστε να τον βρείτε και να τον παρακαλέσετε. Αν σας βρίσει άκαρδα, μην θυμώσετε.»

Η Τσεν απελπίστηκε τόσο που ούτε μπορούσε να σταθεί.

Ο αδελφός ήξερε τον τρελό και πήγε μαζί με την νύφη του να τον βρουν.

Όταν βρήκαν τον τρελό στον δρόμο, ζητιάνευε τραγουδώντας άσχετα πράγματα. Του τρέχανε οι μύξες και βρώμαγε τόσο που κανείς δεν μπορούσε να τον πλησιάσει.

Η Τσεν τον πλησίασε στα γόνατά της.

Ο ζητιάνος γέλασε, «όμορφη μου, με ερωτεύτηκες;»

Η Τσεν εξήγησε τι συνέβη και του ζήτησε να της φέρει τον άνδρα της ξανά στην ζωή.

Όταν βρήκαν τον τρελό στον δρόμο, ζητιάνευε τραγουδώντας άσχετα πράγματα. Του τρέχανε οι μύξες και βρώμαγε τόσο που κανείς δεν μπορούσε να τον πλησιάσει.

Ο ζητιάνος γέλασε ξανά, «ο καθένας μπορεί να γίνει άνδρας σου. Γιατί θέλεις να επιστρέψει στην ζωή εκείνος;»

Η Τσεν συνέχεια να τον παρακαλά ειλικρινά κλαίγοντας.

Ο ζητιάνος θύμωσε λίγο, «τι περίεργο! Μου ζητά να φέρω ένα νεκρό ξανά στην ζωή. Με τι με θεωρεί, θεό του θανάτου;»

Χτύπησε με το μπαστούνι του την Τσεν θυμωμένα και δυνατά.

Η Τσεν θα την αντέξει αυτή τη συμπεριφορά; Θα μάθουμε την άλλη φορά.