Η δυναστεία Τζόου (周 Zhou) που διήρκησε από το 1046 μέχρι το 256 π.Χ, ήταν η τρίτη δυναστεία στην κινεζική ιστορία και υπήρξε η πιο μακρόχρονη από όλες τις κινεζικές δυναστείες. Η διοίκηση της δυναστείας Τζόου χαρακτηριζόταν από το φεουδαρχικό σύστημα, δηλαδή οι βασιλιάδες διένεμαν τη γη στους συγγενείς, στους συμμάχους, στους αξιωματούχους με κατορθώματα και σε άλλα σημαντικά πρόσωπα, οι οποίοι με τον ίδιο τρόπο διένεμαν τα μερίδια τους στους κατώτερους φεουδάρχες. Οι βασιλιάδες των Τζόου, οι ανώτεροι ηγέτες της Κίνας, ήταν ισχυροί κι όλα τα φεουδαρχικά κράτη τους σέβονταν και τους πρόσφεραν φόρους υποτελείας μέχρι το 771 π.Χ, που η πρωτεύουσα της δυναστείας στη σημερινή πολή Σι'άν καταστράφηκε από βαρβάρους και ο βασιλιάς σκοτώθηκε. Μετά το γεγονός, η δυναστεία Τζόου συνέχισε για άλλους πέντε αιώνες με καινούργια πρωτεύουσα στη σημερινή πόλη Λουογιάνγκ. Ο διάδοχος βασιλιάς των Τζόου όμως δεν μπορούσε πια να ελέγξει τα φεουδαρχικά κράτη, τα οποία άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους. Η νέα εποχή που λέγεται Περίοδος Άνοιξης και Φθινοπώρου, ή Τσουεν Τσιόου στα κινέζικα, άρχισε από το 770 και τελείωσε το 476 π.χ.
打草惊蛇 dǎ cǎo jīng shé: Ανακατεύω τα χόρτα προκαλώντας το φύδι
Το βασίλειο Τσου (楚 Chu) στη νότια Κίνα ήταν από τα ισχυρότερα εμπόλεμα κράτη της εποχής εκείνης. Το Τσου είχε ήδη υπάρξει πριν την ίδρυση της δυναστείας Τζόου και ήταν σύμμαχος των Τζόου στον πόλεμο κατά της δυναστείας Σανγκ (商 Shang) , δεύτερης δυναστείας της Κίνας. Ωστόσο, λόγω των έντονων πολιτισμικών διαφορών μεταξύ των Τσου και των άλλων κρατών στην κεντρική Κίνα, οι Τσου θεωρούνταν από τους άλλους ως βάρβαροι. Το 704 π.Χ ο Σιονγκτόνγκ, τότε μονάρχης των Τσου, στέφτηκε «βασιλιάς», πράξη που προσέβαλε πολύ τον Βασιλιά των Τζόου και τους υπόλοιπους φεουδάρχες. Αμέσως μετά άρχισε να επιτίθεται τα γειτονικά κράτη που ανήκαν στους συγγενείς του Βασιλιά των Τζόου.
Το Βασίλειο Τσου βρισκόταν νότια από τα άλλα κράτη
Ένα από τα θύματα ήταν το κράτος Τζιάο (绞 Jiao) , η πόλη του οποίου βρισκόταν σε ορεινή περιοχή και διέθετε υψηλά τείχη. Αν και ο στρατός του Σιονγκτόνγκ ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον αντίπαλό του, δεν κατάφερε να κυριέψει την καλά οχυρωμένη πόλη. Τα στρατεύματα των Τζιάο δεν έβγαιναν με τίποτα για μια αναμέτρηση. Ενώ οι δύο πλευρές περίμεναν χωρίς καμία μάχη, ένας σύμβουλος του Σιονγκτόνγκ του πρόσφερε μια καλή ιδέα. Ο Σιονγκτόνγκ την εφάρμοσε ως εξής:
Έστειλε μια μικρή ομάδα στρατιωτών να κόψει ξύλο στο κοντινό δασάκι. Τα στρατεύματα των Τζιάο δίστασαν στην αρχή αλλά τελικά βγήκαν να τους κυνηγήσουν. Τις επόμενες μέρες, ο βασιλιάς Σιονγκτόνγκ επανέλαβε το ίδιο και έχασε συνολικά 30 στρατιώτες. Άξιζε όμως να το κάνει επειδή ο εχθρός είχε χάσει την εγρήγορσή του. Την έκτη μέρα, η κύρια δύναμη των Τζιάο βγήκε να κυνηγήσει τους ξυλοκόπους. Στον δρόμο όμως συνειδειτοποίησε ότι είχε πέσει σε παγίδα του εχθρού. Επέστρεψε αμέσως προς την πόλη αλλά το μόνο που βρήκε ήταν ότι όλες οι πύλες είχαν μπλοκαρισθεί από τα στρατεύματα του Σιονγκτόνγκ. Το κράτος Τζιάο μετά παραδόθηκε στο βασίλειο Τσου κι εξαφανίστηκε αργότερα από την ιστορία.
Ένας πίνακας του βασίλειου Τσου που παριστάνει έναν άντρα που ιππεύει έναν κινέζικο δράκοντα
Το στρατήγημα παραπάνω μεταφορικώς αναφέρεται ως «ανακατεύω τα χόρτα προκαλώντας το φίδι». Όταν ο αντίπαλος κρύβεται, μπορούμε να δημιουργήσουμε χάος ώστε να εμφανιστεί. Σήμερα η φράση αυτή χρησιμοποιείται με μια αρνητική σημασία, όπως: «Βρήκαμε ήδη τους εγκληματίες και ξέρουμε ότι κρύβονται σε εκείνο το κτήριο. Σας παρακαλώ μην ανακατεύετε τώρα τα χόρτα προκαλώντας το φίδι. Απόψε στις 11 θα τους επιτεθούμε μαζί χωρίς προειδοποίηση!»