Η Τζιανγκντόνγκ (江东 Jiangdong) της ΝΑ Κίνας ανήκε στον Σουν Τσιουάν (孙权 Sun Quan), απόγονο του μεγάλου στρατιωτικού συγγραφέα Σουν Ζι (孙子, Sun Tzu/Sun Zi). Ο πατέρας του ήταν ένας ήρωας στον πόλεμο κατά του Ντονγκ Τζουό (董卓 Dong Zhuo) το 190 μ.Χ. Ύστερα το επόμενο έτος σκοτώθηκε σε μία μάχη κατά του Λιόου Μπιάο (刘表 Liu Biao). Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Σουν Τσε (孙策 Sun Ce) υπηρέτησε τον Γιουέν Σου (袁术 Yuan Shu) για τρία χρόνια και κατέλαβε για αυτόν πολλές πόλεις με το εξαιρετικό στρατιωτικό του ταλέντο. Το 194, ο 19χρονος Σουν Τσε έφυγε από τον στρατό του Γιουέν Σου και ξεκίνησε τη δική του καριέρα με στρατεύματα του πατέρα του. Σύντομα, κατέκτησε όλη την περιοχή της Τζιανγκντόνγκ κι έγινε ένας σημαντικός πολέμαρχος.
Δυστυχώς το 200 ο Σουν Τσε χτυπήθηκε σε ένα κυνήγι από κάποιους που τον μισούσαν. Στην επιθανάτια κλίνη, παρακάλεσε τον Τζόου Γιου (周瑜 Zhou Yu), αδελφικό του φίλο, κι άλλους υποστηρικτές του να στηρίξουν τον αδελφό του Σουν Τσιουάν που ήταν μόνο 18 χρονών για να αναλάβει τη θέση του.
Σύμφωνα με τις περιγραφές στο Ρομάντζο των Τριών Βασιλείων, ο Σουν Τσιουάν ήταν περίεργος με πράσινα μάτια και μωβ φαβορίτες
Οχτώ χρόνια μετά, καθώς ο Τσάο Τσάο εισέβαλλε στην Τζινγκτζόου και κυνηγούσε τον Λιόου Μπέι (刘备 Liu Bei) που αρνήθηκε να του παραδοθεί, έστειλε ταυτόχρονα μια επιστολή στον Σουν Τσιουάν για να του ζητήσει να συνεργαστεί μαζί του. Ενώ οι περισσότεροι στην αυλή φοβούνταν τον Τσάο Τσάο και του πρότειναν να παραδοθούν, ο Τζόου Γιου επέμεινε ότι έπρεπε να συμμαχήσουν με τον Λιόου Μπέι κατά του Τσάο Τσάο. Ο Σουν Τσιουάν τελικά συμφώνησε με τον Τζόου Γιου και του ανέθεσε αρμοδιότητες για να οργανώσει την αντεπίθεση.
反间计 fǎn jiàn jì:Εκμετάλλευση της κατασκοπείας του εχθρού
Ο Τσάο Τσάο και 800.000 στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στο Τσιμπί (赤壁 Chibi), ένα σημείο του ποταμού Γιανγκτσέ. Αν και ήταν πολλές φορές περισσότεροι από τη συμμαχία του Σουν Τσιουάν και του Λιόου Μπέι απέναντι, οι στρατιώτες του Τσάο Τσάο από τη ξηρή βόρεια Κίνα δεν είχαν εμπειρία μάχης στο νερό κι έτσι εμποδίζονταν από τον ποταμό. Οπότε, ο Τσάο Τσάο διέταξε δύο τοπικούς στρατηγούς, τον Τσάι Μάο και τον Τζανγκ Γιουν να εκπαιδεύσουν τους στρατιώτες σε τεχνικές της μάχης σε νερό.
Ο Τζόου Γιου και η ωραία γυναίκα του Σιάο Τσιάο
Ο Τζόου Γιου κατάλαβε ότι αν η εκπαίδευση του εχθρού συνεχίσει, το πλεονέκτημα της συμμαχίας θα χαθεί. Την ώρα που ο Τζόου Γιου σκεφτόταν πώς να εξοντώσει τον Τσάι Μάο και τον Τζανγκ Γιουν, τον επισκέφθηκε ένας συμμαθητής του από την πλευρά του Τσάο Τσάο, ο Τζιανγκ Γκαν (蒋干 Jiang Gan). Ο Τσάο Τσάο τον είχε στείλει ως διπλωμάτη για να πείσει τον Τζόου Γιου να παραδοθεί. Ο Τζόου Γιου τον δέχθηκε θερμά αλλά τον έβαλε να υποσχεθεί στην αρχή ότι δεν θα πουν τίποτα για τον πόλεμο. Η συνάντηση θα ήταν απλώς μια ιδιωτική συνάντηση δύο φίλων που είχαν πολλά χρόνια να ειδωθούν. Ο Τζιανγκ Γκαν βέβαια συμφώνησε. Έπειτα οι δύο ήπιαν πολύ και μέθυσαν. Ο Τζόου Γιου έφερε τον Τζιανγκ Γκαν στη σκηνή του να κοιμηθεί μαζί του. Κάποια στιγμή τη μεσάνυχτα, ήρθε μέσα ένας αγγελιοφόρος. Ο Τζόου Γιου ξύπνησε και τον ακολούθησε έξω για να ακούσει το μύνημα. Ο Τζιανγκ Γκαν που είχε προσποιήσει ότι κοιμόταν, σηκώθηκε κρυφά να ακούσει τι ψιθύριζαν αυτοί έξω. Ο διάλογος δεν ακούστηκε καθαρά αλλά αναφέρθηκαν ο Τσάι Μάο και ο Τζανγκ Γιουν. Ύστερα ο Τζιανγκ Γκαν έριξε μια ματιά στο γραφείο του Τζόου Γιου και βρήκε πάνω του μερικές επιστολές από τον Τσάι Μάο και τον Τζανγκ.
Μετά τον διάλογο, ο Τζόου Γιου νυσταγμένος γύρισε στη σκηνή, είδε τον Τζιανγκ Γκαν να κοιμάται βαθιά και συνέχισε να κοιμάται στο κρεββάτι. Σε λίγο, αφού ο Τζοου Γιου είχε πέσει πάλι σε ύπνο, ο Τζιανγκ Γκαν δεν άργησε να φύγει κρυφά από το στρατόπεδο του Τζόου Γιου παίρνοντας μια από τις επιστολές από το γραφείο. Μόλις επέστρεψε, ο Τζιανγκ Γκαν έδωσε την επιστολή στον Τσάο Τσάο. Ο Τσάο Τσάο που ήταν εξαιρετικά καχύποπτος, διαβάζοντας στην επιστολή ότι ο Τσάι Μάο και ο Τζανγκ Γιουν ήταν κατάσκοποι και σχεδίαζαν με τον Τζόου Γιου να τον δολοφονήσουν, διέταξε να αποκεφαλιστούν οι δύο τους αμέσως. Σε λίγο όμως κατάλαβε ότι είχε ξεγελαστεί από το στρατήγημα «εκμετάλλευση της κατασκοπείας του εχθρού» του Τζόου Γιου αλλά ήταν πια αργά.