Κινεζικοί Λαϊκοί Μύθοι (39) – βυθισμένο σεντούκι γεμάτο θησαυρούς (3ο μέρος)

2016-11-18 17:18:06     Caoxiuyuan

Όπως είπαμε και την προηγούμενη φορά, ο Λι Τζιά πήγε στους συγγενείς και φίλους στον ένα μετά τον άλλο, ισχυριζόμενος ότι ήθελε να τους αποχαιρετίσει επειδή θα επέστρεφε στην πατρίδα. Οι συγγενείς και οι φίλοι του χάρηκαν πολύ. Όμως, όταν ο Λι Τζιά άρχισε να λέει ότι χρειάζεται να δανειστεί λίγο ασήμι για τα έξοδα στον δρόμο, οι συγγενείς και φίλοι δεν τον υποστήριξαν. Ήξεραν ότι ο πατέρας του νεαρού Λι Τζιά θύμωσε τόσο πολύ που αρρώστησε επειδή ο Λι γοητεύτηκε από μια πόρνη και έμεινε μόνιμα στο πορνείο.

Τώρα που ξαφνικά ο Λι άρχισε να ισχυρίζεται ότι θα επιστρέψει σπίτι τους φάνηκε περίεργο. Ανησύχησαν μήπως ήθελε να τους εξαπατήσει για να έχει περισσότερα χρήματα να ξοδέψει στο πορνείο. Αν ο πατέρας του μάθαινε ότι τον υποστήριξαν οικονομικά για να μένει με μια πόρνη, η αρρώστια του θα χειροτέρευε.

Ο Λι επισκέφτηκε τους συγγενείς και τους φίλους για τρεις συνεχείς μέρες αλλά ο αποτέλεσμα ήτανε όλο το ίδιο, όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι του αρνήθηκαν να του δανείσουν χρήματα. Ωστόσο, ο Λι δεν τόλμησε να αναφέρει την αλήθεια στην Σινιάνγκ.

 

Ο Λι επισκέφτηκε τους συγγενείς και τους φίλους για τρεις συνεχείς μέρες αλλά ο αποτέλεσμα ήτανε όλο το ίδιο.

Την τέταρτη μέρα που επίσης δεν είχε καταφέρει να δανειστεί τίποτα και ντράπηκε να γυρίσει στην Σινιάνγκ. Από την στιγμή όμως που γνώρισε την Σινιάνγκ και άρχισε να μένει μαζί της δεν είχε κανένα άλλο τόπο να μείνει. Αφού δεν ήθελε να δει την Σινιάνγκ χωρίς το ασήμι, αναγκάστηκε να πάει για ύπνο στο σπίτι του Λιού Γιουτσούν, ο οποίος αν θυμάστε καλά, ήτανε φίλος και συμπατριώτης του Λι Τζιά.

Ο Λιού είδε τον Λι Τζιά στενοχωρημένο και τον ρώτησε τι συνέβη. Ο Λι τότε του διηγήθηκε λεπτομερώς ότι θα μπορέσει να παντρευτεί την Σινιάνγκ με μόνο 300 Λιάνγκ ασήμι.

Ο Λιού κούνησε το κεφάλι του, «μάλλον όχι. Η Ντου Σινιάνγκ είναι η πιο δημοφιλής ιερόδουλος στην πρωτεύουσα. Αν θέλει να αγοράσει κανείς την σύμβαση της από τον οίκο ανοχής, χρειάζεται αμέτρητους πολύτιμους λίθους και χίλια Λιάνγκ ασήμι. Πώς μπορεί η Μαντάμ να σου έχει ζητήσει μόνο 300 Λιάνγκ ασήμι; Φαντάζομαι ότι συνωμοτεί να σε διώξει. Η κυρία Ντου δεν μπόρεσε να σου πει ξεκάθαρα να φύγεις αφού έχετε περάσει μαζί τόσο χρόνο, και γι'αυτό σου έδωσε την ελπίδα να μαζέψεις 300 Λιάνγκ ασήμι μέσα σε δέκα μέρες. Αλλά και οι δύο ξέρουν ολοφάνερα ότι δεν μπορείς να μαζέψεις τόσα ασήμι, και περιμένουν επίσης ότι δεν θα έχεις κουράγιο να ξαναπάς στο πορνείο μετά τις δέκα μέρες χωρίς το ασήμι. Είναι ένα στρατήγημα για τα πορνεία για να διώχνουν τους φτωχούς πελάτες. Φίλε μου, σκέψου καλά. Μην παραπλανηθείς. Κατά την δική μου άποψη, να τα παρατήσεις το νωρίτερο δυνατό.»

Ο Λι Τζιά ακούγοντας τα λόγια του Λιού έμεινε αμίλητος.

Ο Λι Τζιά ακούγοντας τα λόγια του Λιού έμεινε αμίλητος. Μια στιγμή νόμισε ότι ο Λιού έχει δίκιο πολύ, την άλλη στιγμή όμως δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Σινιάνγκ τον εξαπάτησε. Ένιωθε μπερδεμένος.

Ο Λιού συνέχισε, «μην πάρεις λανθασμένη απόφαση, φίλε μου. Αν επιστρέψεις στην πατρίδα πραγματικά, όντως κάποιος θα σε βοηθήσει για τα έξοδα στον δρόμο. Φτάνουν μόνο λίγα Λιάνγκ ασήμι. Αλλά αν θέλεις 300 Λιάνγκ, ούτε σε δέκα μήνες δεν θα τα μαζέψεις. Το πορνείο καταλαβαίνει ότι κανείς δεν θα σου δανείσει λεφτά και επίτηδες σε φέρνει σε μια τόσο δύσκολη θέση.»

Ο Λι Τζιά απάντησε, «έχεις μεγάλο δίκιο, φίλε μου.» Παρά τα λόγια του όμως ο Λι Τζιά δεν μπόρεσε να αφήσει την Σινιάνγκ. Συνέχισε να επισκέφτεται τους συγγενείς και φίλους του, χωρίς βέβαια ακόμα κανένα αποτέλεσμα.

Έτσι στο σπίτι του Λιού έμεινε τρεις μέρες και είχαν πέρασαν ήδη έξι μέρες συνολικά από τις δέκα μέρες. Η Σινιάνγκ ανησυχούσε πολύ που για τρεις μέρες δεν είχε συναντήσει τον Λι Τζιά και έστειλε υπηρέτη στους δρόμους για να τον ψάξει.

Συμπτωματικά ο υπηρέτης είδε τον Λι αμέσως αφότου βγήκε από το πορνείο, και του είπε «κύριε, η κυρία μου σας περιμένει στο σπίτι.»

Ο υπηρέτης τον έπιασε στο χέρι, «κύριε, ελάτε μαζί μου. Η κυρία πρέπει να σας δει τώρα.»

Ο Λι Τζιά αισθάνθηκε τύψεις και απάντησε «δεν είμαι ελεύθερος σήμερα, αύριο θα έρθω.»

Ο υπηρέτης τον έπιασε στο χέρι, «κύριε, ελάτε μαζί μου. Η κυρία πρέπει να σας δει τώρα.»

Στον Λι Τζιά του έλειπε πολύ η Σινιάνγκ και έτσι γύρισε με τον υπηρέτη στο πορνείο. Όταν είδε την Σινιάνγκ, σιωπηλά δεν είπε τίποτα.

Η Σινιάνγκ ρώτησε, «τι συμβαίνει;»

Ο Λι άρχισε να κλαίει.

«Μήπως ο κόσμος είναι ψυχρός και αδιάφορος και δεν έχεις μαζέψει αρκετά;»

Ο Λι με τα δάκρυα στα μάτια είπε, «για έξι μέρες συνεχώς έτρεχα για τα λεφτά αλλά κανείς δεν με βοήθησε. Ντροπιασμένος δεν ήθελα να σε αντιμετωπίσω με άδεια χέρια. Έχω κάνει ό,τι μπορούσα αλλά έτσι είναι ο κόσμος.»

Η Σινιάνγκ είπε, «έχω μια άλλη ιδέα. Να μείνεις εδώ απόψε.»

Το βράδυ η Σινιάνγκ ετοίμασε νόστιμο γεύμα και ωραίο ποτό. Αργότερα κατά τα μεσάνυχτα, η Σινιάνγκ ρώτησε, «ένα νόμισμα δεν μπορείς να ετοιμάσεις αγάπη μου; Τότε τι να κάνουμε με το μέλλον μας;»

Ο Λι άρχισε να κλαίει και δεν μπορούσε να πει τίποτα.

Η Σινιάνγκ σηκώθηκε, τύλιξε το πάπλωμα, και το έδωσε στον Λι.

Την αυγή η Σινιάνγκ είπε, «μέσα στο πάπλωμα που κοιμόμαστε, κρύβονται σπασμένα 150 Λιάνγκ ασήμι. Είναι οι προσωπικές μου οικονομίες. Πάρτα. Παρέχω τα μισά, αγάπη μου, εσύ να βρεις τα άλλα μισά. Παραμένουν μόνο τέσσερις μέρες. Μην αργήσεις!»

Η Σινιάνγκ σηκώθηκε, τύλιξε το πάπλωμα, και το έδωσε στον Λι. Ο Λι φωτίστηκε από χαρά, και φώναξε στον υπηρέτη να πάρει το πάπλωμα στο σπίτι του Λιού. Ο Λι εξήγησε τα πάντα στον Λιού. Όταν οι δύο τους έσκισαν το πάπλωμα, ανακάλυψαν ότι στη γέμιση του παπλώματος κρυβόταν ασήμι, το οποίο μέτρησαν και ήτανε ακριβώς 150 Λιάνγκ.

Το άλλο 150 Λιάνγκ τώρα θα μπορέσει να το μαζέψει ο Λι Τζιά; Θα δούμε την επόμενη φορά.