Ο νέος προστατευτισμός του Τραμπ και η Κίνα

2018-04-11 17:57:30     黎越乔

Του Δρος Γιώργου Τζογόπουλου, ιδρυτή του chinaandgreece.com

Σε μια περίοδο που η Κίνα προσπαθεί να συνεχίσει την πολιτική του «ανοίγματος», η οποία φέτος συμπληρώνει σαράντα χρόνια από τότε που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά, οι εμπορικές της σχέσεις με τις  Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται πως διέρχονται κρίση. Αιτία είναι η απόφαση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, να εισαγάγει δασμούς στην εισαγωγή ορισμένων κινεζικών προϊόντων, αρχικά χάλυβα και αλουμινίου. Ο Τραμπ κάνει χρήση της διάταξης 232 του σχετικού νόμου του 1962, ο οποίος επιτρέπει τη λήψη μέτρων για την προστασία της «εθνικής ασφάλειας».

Ο Αμερικανός πρόεδρος, όμως, προχώρησε ακόμα περισσότερο. Κάνοντας χρήση της διάταξης 301 του νόμου περί εμπορίου του 1974 αποφάσισε να επιβάλει μονομερείς κυρώσεις κατά της Κίνας για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Πρόκειται για συνέχεια της αμερικανικής πολιτικής που ξεκίνησε τον Αύγουστο 2017, όταν ο Τραμπ εξουσιοδότησε τον ειδικό εκπρόσωπό της αμερικανικής κυβέρνησης σε εμπορικά ζητήματα, πρέσβη Ρόμπερτ Λάιτζχάιζερ, για ξεκινήσει έρευνα κατά της Κίνας για υποτιθέμενη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδίως στον τομέα της τεχνολογίας.

Φυσιολογικά, πολλά είναι τα ερωτήματα που τίθενται. Όσον αφορά τη διάταξη 232, ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που την επικαλείται. Στο παρελθόν την είχαν επικαλεστεί οι πρόεδροι, Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φόρντ. Eπίσης, το 2002 ο τότε πρόεδρος, Τζόρτζ Μπους ο Νεότερος, επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα. Όμως, τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως εξηγεί στην εφημερίδα Washington Post, ο τότε επιτελάρχης στο Λευκό Οίκο, Άντι Κάρντ ο Νεότερος, ο στόχος δεν επιτεύχθηκε. Μάλιστα, μελέτη της Αμερικανής Επιτροπής για το Διεθνές Εμπόριο που διενεργήθηκε το 2003 δείχνει ότι το κόστος άγγιξε τα 30 εκατομμύρια δολάρια. Και αυτό γιατί ναι μεν ευνοήθηκε προσωρινά η αμερικανική βιομηχανία χάλυβα αλλά υπέστησαν ζημιά άλλες αμερικανικές βιομηχανίες που χρειάζονταν κομμάτια φθηνού χάλυβα για την παραγωγή τους.

Όσον αφορά τη διάταξη 301 του νόμου περί εμπορίου του 1974, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκε από την Ουάσιγκτον πριν από τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Σκοπός της Ουάσιγκτον ήταν να ασκήσει πίεση στην άλλη πλευρά να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Από τότε που δημιουργήθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, σε γενικές γραμμές, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ήταν αυτός που προσέφερε το κατάλληλο πλαίσιο για τη διευθέτηση διαφορών.

Ακολούθως, η Κίνα έχει ήδη ζητήσει να πραγματοποιηθούν διαβουλεύσεις υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τα αμερικανικά μέτρα που έχουν ανακοινωθεί πάνω στη βάση των διατάξεων 232 και 301. Επίσης, έχει απαντήσει με αντίμετρα στους αρχικούς αμερικανικούς δασμούς και νέα αντίμετρα στους καινούριους αμερικανικούς δασμούς που αποφασίστηκαν μετά την πρώτη της αντίδραση, στις 3 Απριλίου. Παρόλο που το μεγαλύτερο τμήμα του σινοαμερικανικού εμπορίου δεν έχει ακόμα επηρεαστεί, το κλίμα που δημιουργείται κάθε άλλο παρά είναι καλό για τις διμερείς σχέσεις αλλά και για το παγκόσμιο εμπόριο. Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα είναι αποφασισμένη να προστατεύσει το συμφέρον της, χωρίς, όμως, να επιδιώκει εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα τέτοιο σενάριο θα πλήξει όλες τις πλευρές.

Ο ιδιόμορφος τύπος προστατευτισμού που επιδιώκει ο Τραμπ σε συνδυασμό με τα εμπόδια που βάζει στη λειτουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – για παράδειγμα διαφωνώντας με το διορισμό νέων δικαστών – δημιουργούν ανησυχία ακόμα και μεταξύ σημαντικών Αμερικανών καθηγητών, όπως ο Τζόζεφ Στίγλιτς. Αντιθέτως, η Κίνα παρουσιάζεται ως ισχυρή οικονομική δύναμη που υποστηρίζει την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο. Και, η τρέχουσα εμπορική κρίση με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί – ανεξάρτητα από το αρνητικό της σκέλος – μία καλή ευκαιρία να παρουσιάσει στην παγκόσμια κοινή γνώμη τις σχετικές θέσεις της.