Οι βασιλικές σφραγίδες και η θέση τους στην κινεζική ιστορία

2017-10-17 17:22:43     Caoxiuyuan

Εύα Παπαζή

Οι αρχαίοι Κινέζοι είχαν αρχίσει να χαράζουν εικονογραφήματα πάνω σε καύκαλα χελώνας και σε οστά ζώων ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ. Η πρακτική αυτή αργότερα συμπεριέλαβε και την χάραξη πάνω σε χάλκινα αντικείμενα και μαρμάρινες πλάκες.

Αυτές οι εγχάρακτες επιγραφές ήταν οι πρόδρομοι των σφραγίδων, οι οποίες λειτούργησαν αρχικά ως ένας τρόπος επίδειξης επαγγελματικών προσόντων ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και από συγκεκριμένα κυβερνητικά τμήματα.

Αριστοκρατία και λαός

Μέχρι την ενοποίηση της Κίνας από τον αυτοκράτορα Τσιν Σιχουάνγκ της Δυναστείας Τσιν (221-206 π.Χ.), τόσο οι επίσημες όσο και οι ιδιωτικές σφραγίδες ονομάζοντας «σι» (玺), χωρίς καμία διάκριση. Αργότερα όμως, ο χαρακτήρας «σι» άρχισε να προορίζεται για τις βασιλικές σφραγίδες, ενώ αυτές των αυλικών και των κοινών θνητών απέκτησαν την ευρεία ονομασία «γιν» (印).

Πριν και κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν (206 π.Χ.-220 μ.Χ.), οι επιστολές γραμμένες πάνω σε μπαμπού ή σε ξύλινα πλακίδια έφεραν σφραγίδες από πηλό, σκοπός των οποίων ήταν να αποτρέψουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον παραλήπτη να ανοίξει το έγγραφο. Ήταν, και εξακολουθεί να είναι, παράδοση για τους ζωγράφους και τους καλλιγράφους να υπογράφουν τα έργα τους με προσωπικές σφραγίδες, χρησιμοποιώντας κόκκινο μελάνι ή κιννάβαρι.

Οι πρώτες σφραγίδες έγιναν από χαλκό, χρυσό, ασήμι και νεφρίτη, ενώ αργότερα από ελεφαντόδοντο, κέρατο βοδιού και ρινόκερου, ξύλο και κρύσταλλο. Οι σφραγίδες που σκαλίζονταν σε σπάνια πετρώματα έγιναν δημοφιλείς μετά τη Δυναστεία των Γιουάν (1271-1368).

Συνεχής βελτίωση εαυτού

Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τανγκ, η Γου Ζέτιαν (624-705), η μοναδική αυτοκράτειρα της κινεζικής ιστορίας, άλλαξε το όνομα της βασιλικής σφραγίδας σε μπάο (宝). Στο μυαλό της, η προφορά του «σι» ήταν υπερβολικά παρόμοια με εκείνη του χαρακτήρα 死, που σημαίνει θάνατος. Στους μεταγενέστερους χρόνους οι ονομασίες «μπάο» και «σι» ήταν είτε εναλλάξιμες είτε συγχωνεύτηκαν μαζί στον όρο μπαοσί (宝 玺).

Δύο αρχαίες σφραγίδες πρωταγωνίστησαν στην δημοπρασία της άνοιξης 2013 Γκάρντιαντ της Κίνας. Η μία ανήκε στον αυτοκράτορα Τσιανλόνγκ της δυναστείας Τσινγκ (1711-1799), και η άλλη στον μετέπειτα αυτοκράτορα Τζιατσίνγκ (1760-1820). Η πρώτη, από λευκό νεφρίτη, πωλήθηκε στα 9,8 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ μετά από πάνω από δώδεκα προσφορές. Η δεύτερη, από πράσινο νεφρίτη, πωλήθηκε για 5 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.

Η σφραγίδα του Τσιανλόνγκ φέρει την επιγραφή "συνεχής βελτίωση εαυτού". Η λαβή της αποτελείται από επιβλητικούς δίδυμους δράκους. Ένας από τους "οκτώ θησαυρούς" που δημιουργήθηκαν ειδικά για να γιορτάσουν τα 80α γενέθλια του αυτοκράτορα των Τσινγκ, η σφραγίδα ήταν παλαιότερα στη συλλογή του Γάλλου βιομηχάνου και γνωστού ταξιδευτή Emile Guimet (1836-1918) που την αγόρασε από την Gallery Langweil του Παρισιού στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο Τζιατσίνγκ, ο 15ος γιος του αυτοκράτορα Τσιανλόνγκ, κληρονόμησε το θρόνο μετά την παραίτηση του πατέρα του. Η πράσινη σφραγίδα από νεφρίτη φέρει την επιγραφή «σφραγίδα για τα βασιλικά γραπτά του Τζιατσίνγκ» και έχει επίσης μια λαβή δίδυμων δράκων.

Στις δυναστείες Τσιν και Χαν, ο κάθε αυτοκράτορας είχε 8 σφραγίδες για διαφορετικούς διοικητικούς σκοπούς. Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε μέχρι την εποχή της αυτοκράτειρας Γου Ζετιάν, η οποία πρόσθεσε άλλη μία στο σετ. Κατά την διάρκεια της Δυναστείας Μινγκ (1368-1644) οι σφραγίδες αυξήθηκαν στις 24.

Η βασιλεία του Τσιανλόνγκ κράτησε συνολικά 60 χρόνια και θεωρείται ως το αποκορύφωμα της δυναστείας Τσινγκ. Τα ιστορικά αρχεία δείχνουν ότι το 1746 υπήρχαν 25 σφραγίδες που εξέφραζαν την ανώτατη εξουσία του κράτους. Ανάμεσά τους ήταν και σφραγίδες για τελετές θυσίας, για εκπαιδευτικές και πολιτιστικές διατάξεις και διπλωματικά έγγραφα.

Κυρίως από νεφρίτη, οι αυτοκρατορικές σφραγίδες φτιάχνονταν και από ασήμι, χρυσό και ξύλο. Το Μουσείο του Παλατιού διαθέτει περίπου 5000 σφραγίδες, που αρχικά ανήκαν στους αυτοκράτορες και τις αυτοκράτειρες των δυναστειών Μινγκ και Τσινγκ.