Κινεζικό θέατρο (27) --- Χιονοθύελλα του Ιουνίου (12ο μέρος)

2017-09-22 17:19:29     Caoxiuyuan

Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο μέρος, στον δρόμο προς τον τόπο εκτέλεσης η Ντόου'ερ αποχαιρέτισε την πεθερά της.

Η Ντόου'ερ πέφτει στα γόνατα και ο δήμιος ετοιμάζει το σπαθί.

Η Ντόου'ερ παρακαλώντας, «Κύριε επόπτη, έχω μόνο μια μικρή επιθυμία πριν αποκεφαλιστώ.»

Ο επόπτης της λέει, «Τι θέλεις; Πες μου.»

Η Ντόου'ερ είπε, «Θέλω μια καθαρή ψάθα πάνω στην οποία θα σταθώ. Και θέλω ένα λευκό μεταξωτό ύφασμα να κρέμεται από τον ιστό. Αν είμαι πραγματικά αθώα, όταν αποκεφαλιστώ, όλο το αίμα δεν θα πέσει πάνω στην γη αλλά στο λευκό μετάξι πάνω στον ιστό.»

Η Ντόου'ερ είπε, «Θέλω μια καθαρή ψάθα πάνω στην οποία θα σταθώ. Και θέλω ένα λευκό μεταξωτό ύφασμα να κρέμεται από τον ιστό.»

Ο επόπτης είπε, «Εντάξει, εύκολο.»

Ο δήμιος τότε πήρε μια καθαρή ψάθα και κρέμασε ένα λευκό ύφασμα πάνω στον ψηλό ιστό.

Η Ντόου'ερ τραγούδησε, «Δεν τα επιθυμώ αυτά χωρίς λόγο, αλλά γιατί είναι πραγματικά τεράστια αδικία αυτή που μου συμβαίνει. Αν δεν εμφανιστεί κάποιο θεϊκό σημάδι, ποιος στον κόσμο θα πιστέψει ότι ο Ουρανός είναι δίκαιος και αμερόληπτος; Δεν θέλω το αίμα μου να πέσει στην γη αλλά στο κάτασπρο μετάξι πάνω στον ιστό των 3 μέτρων. Ο κόσμος θα το δει και έτσι θα καταλάβει την αδικία.»

Ο δήμιος είπε, «Αν έχεις κάτι άλλο να πεις, πες το τώρα στον επόπτη.»

Η Ντόου'ερ τότε είπε στον επόπτη, «Κύριε, τώρα είναι η πιο ζέστη περίοδος του καλοκαιριού. Αν είμαι αθώα και αποκεφαλιστώ για έγκλημα που δεν έπραξα, όταν πεθάνω, θα χιονίσει και το χιόνι θα καλύψει το σώμα μου.»

Ο επόπτης είπε, «Την πιο ζέστη περίοδο, παρόλο που όπως ισχυρίζεσαι είσαι αθώα, δεν μπορείς να προκαλέσεις χιονόπτωση. Μην λες ανοησίες.»

Ο επόπτης φώναξε, «Σιωπή! Τι ανόητα λόγια είναι αυτά!»

Η Ντόου'ερ τραγούδησε, «Λέτε ότι το καλοκαίρι δεν είναι καιρός για χιόνι. Δεν έχετε ακούσει για την παγωνιά του Ιουνίου του Ζόου Γιάν; (324 π.Χ.---250 π.Χ., αρχαίος φιλόσοφος της σχολής Γιν-γιάνγκ. Λέγεται ότι όταν φυλακίστηκε για ψεύτικες φήμες, έπεσε παγωνιά τον Ιούνιο.) Αν πεθάνω από αδικία, θα χιονίσει για να σκεπαστεί το σώμα μου. Θα είναι μια κηδεία από τον Ουρανό για μένα.»

Η Ντόου'ερ έπεσε ξανά στα γόνατά της προς τον επόπτη και είπε, «Κύριε, αληθινά είμαι αθώα. Από σήμερα, η πόλη Τσουτζόου θα υποφέρει από ξηρασία για τρία χρόνια.»

Ο επόπτης φώναξε, «Σιωπή! Τι ανόητα λόγια είναι αυτά!»

Η Ντόου'ερ τραγούδησε, «Νομίζετε ότι η δικαιοσύνη του Ουρανού δεν υπάρχει, ότι οι άνθρωποι δεν την αξίζουν. Αλλά δεν ξέρετε ότι και ο Ουρανός έχει συμπόνια. Γιατί για τρία χρόνια δεν έπεσε ούτε μια σταγόνα βροχής; Γιατί μια καλή νύφη καταδικάστηκε σε θάνατο①! Τώρα θα έρθει η σειρά της κομητείας σας.»

Ο δήμιος ετοιμάζοντας το σπαθί, είπε «Γιατί μέσα σε τόσο λίγα λεπτά έχουν μαζευτεί τα σύννεφα; Τι κρύος που είναι ο άνεμος!»

Η Ντόου'ερ τραγούδησε, «Τα σκοτεινά σύννεφα μαζεύονται για μένα. Ο άθλιος ο άνεμος φυσάει για μένα.»

Η Ντόου'ερ τραγούδησε, «Τα σκοτεινά σύννεφα μαζεύονται για μένα. Ο άθλιος ο άνεμος φυσάει για μένα. Οι τρεις κατάρες θα πραγματοποιηθούν.»

Η Ντόου'ερ συνέχισε κλαίγοντας, «Πεθερά μου, να περιμένεις χιόνι τον Ιούνιο και τριετή ξηρασία. Τότε ο κόσμος θα καταλάβει το πόσο αδικήθηκε η καημένη ψυχή της νύφης σου.»

Ο δήμιος κινεί το σπαθί και η Ντόου'ερ πέφτει στην σκηνή.

Ο επόπτης ξαφνιασμένος, «Θεέ μου, άρχισε να χιονίζει! Τι παράξενο!»

Ο δήμιος μονολογεί, «Έχω αποκεφαλίσει πολλούς καταδίκους. Πάντα τα αίματα έπεφταν παντού πάνω στην γη. Όμως το αίμα αυτής της Ντόου'ερ πέταξε ψηλά στο λευκό μετάξι. Ούτε μια σταγόνα δεν έπεσε στην γη. Περίεργο!»

Ο δήμιος μονολογεί, «το αίμα αυτής της Ντόου'ερ πέταξε ψηλά στο λευκό μετάξι. Ούτε μια σταγόνα δεν έπεσε στην γη. Περίεργο!»

Ο επόπτης είπε, «Τότε ο θάνατός της ήταν πράγματι άδικος. Οι δύο πρώτες κατάρες της έγιναν. Μήπως πραγματοποιηθεί και εκείνη για την τριετή ξηρασία; Θα δούμε. Φύλακες, μην περιμένετε να σταματήσει το χιόνι. Επιστρέψτε το σώμα της τώρα στην πεθερά της.»

Οι φύλακες με το σώμα της Ντόου'ερ κατεβαίνουν από την σκηνή.

[Τελειώνει η Τρίτη Σκηνή.]

Η Ντόου'ερ είχε τρεις επιθυμίες, να πετάξει το αίμα της πάνω στο μετάξι που κρεμόταν από τον ιστό, να χιονίσει για να καλύψει το σώμα της κατά τον Ιούνιο, και να υποφέρει η κομητεία από τριετή ξηρασία. Θα πραγματοποιηθεί και η τελευταία; Θα μιλήσουμε γι'αυτήν την επόμενη φορά.

Ο επόπτης ξαφνιασμένος, «Θεέ μου, άρχισε να χιονίζει! Τι παράξενο!»

Τασία

① Είναι μια ιστορία καταγραμμένη στο επίσημο ιστορικό έργο «Ιστορία της Δυναστείας Χαν», η οποία αναφέρθηκε προηγουμένως στο Κινεζικό θέατρο (16). «Στην πόλη Ντονγκχάι, υπήρξε μια νύφη. Έχασε τον σύζυγό της νέα. Δεν είχε κανένα παιδί αλλά φρόντιζε την πεθερά της πολύ. Η πεθερά προσπάθησε να την ξαναπαντρέψει αλλά εκείνη αρνήθηκε. Η πεθερά είπε στους γείτονες ότι, 'η νύφη κουράζεται πολύ φροντίζοντας με. Κρίμα που έμεινε χήρα τόσο νέα χωρίς κανένα παιδί. Είμαι ηλικιωμένη και της έχω γίνει βάρος για χρόνια. Τι να κάνω!' Αργότερα η πεθερά αυτοκτόνησε διά απαγχονισμού. Η κόρη της πεθεράς κατηγόρησε την νύφη δημοσίως ότι εκείνη σκότωσε την ηλικιωμένη. Όταν την συλλάβανε, η νύφη στην φυλακή υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και αναγκάστηκε να πει ότι δολοφόνησε την πεθερά της. Οι υπάλληλοι υπέβαλαν την εξομολόγηση στον δήμαρχο. Ο κύριος Γιου τότε δούλευε στο δικαστικό τμήμα του δήμου. Υποστήριξε ότι εκείνη η νύφη ήτανε γνωστή για την φροντίδα της πεθεράς της για χρόνια και δεν μπορούσε να είναι δολοφόνος. Αλλά ο δήμαρχος δεν τον άκουσε. Ο Γιου ζήτησε από τον δήμαρχο να το ξανασκεφτεί αλλά ο δήμαρχος επέμεινε ότι η νύφη ήτανε δολοφόνος. Αργότερα η νύφη καταδικάστηκε σε θάνατο. Μετά τον θάνατο της νύφης, η πόλη υπέφερε τρομερή ξηρασία για τρία χρόνια.»