Κινεζικοί Λαϊκοί Μύθοι (2)--- Ο Θρύλος της Νεράιδας του Λευκού Φιδιού (2ο μέρος)

2016-03-04 09:08:40     Caoxiuyuan

Συνεχίζουμε λοιπόν την ιστορία μας για τον νεαρό Σιού Σιουάν.

Την επόμενη μέρα, ο Σιού Σιουάν πήγε στην δουλειά του κανονικά αλλά όλο το πρωί δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Το απόγευμα λοιπόν ζήτησε άδεια και πήγε στην διεύθυνση που του έδωσε την προηγούμενη ημέρα η κυρία Μπάι. Όμως όταν έφτασε στην οδό αυτή, ρώτησε πολλούς κατοίκους αλλά κανείς δεν ήξερε την κυρία Μπάι. Μπερδεμένος είδε εκείνη την στιγμή την υπηρέτρια της κυρίας Μπάι, Τσινγκτσίνγκ, να έρχεται και την ρώτησε, «πού μένετε, δεσποινίς; Ήρθα να πάρω την ομπρέλα.»

Η Τσινγκτσίνγκ τότε του είπε «ακολουθήστε με, κύριε.»

Ο Σιού Σιουάν ακολούθησε την Τσινγκτσίνγκ για λίγα λεπτά και έφτασε. Ήτανε μια ωραία διακοσμένη μονοκατοικία. Εκεί έμεινε να περιμένει στον προθάλαμο. Όταν η Τσινγκτσίνγκ ανέφερε την επίσκεψή του στην κυρία Μπάι, εκείνη τον κάλεσε στο μέσα σαλόνι για τσάι. Εκείνος δίστασε.

Αλλά γιατί δίστασε;

 

Επειδή στην αρχαία Κίνα το να βρεθούν δύο ενήλικοι άνθρωποι, μια γυναίκα και ένας άνδρας που δεν είναι σύζυγοι, μόνοι τους σε ένα δωμάτιο, δεν ήτανε καθόλου καλό για την φήμη και των δύο πλευρών.

Γιαυτό ο Σιού Σιουάν παρόλο που ήταν πολύ γοητευμένος από την κυρία Μπάι, δεν μπήκε μέσα στο μικρό σαλόνι προτού να τον καλέσει επανηλημμένα η Τσινγκτσίνγκ. Η κυρία τον ευχαρίστησε ξανά ενώ πίνανε τσάι. Μετά το τσάι, του πρόσφερε ποτό και φαγητό. Πριν να πει όχι, η Τσινγκτσίνγκ είχε φροντίσει να είναι ήδη έτοιμο το τραπέζι.

Μετά από αρκετά κύπελλα με ποτό, ο Σιού Σιουάν ήθελε να φύγει και είπε «είναι αργά ήδη και μένω μακριά, φεύγω.»

Η κυρία Μπάι όμως απάντησε, «την ομπρέλα σας την δανείστηκε ο γείτονάς μου, καθίστε ακόμα για ένα ποτό και θα στείλω κάποιον να την πάρει πίσω.»

Ο Σιού αρνήθηκε και επέμενε να φύγει αμέσως και η κυρία του είπε, «τότε σας παρακαλώ να έρθετε αύριο για την ομπρέλα.»

Την επόμενη μέρα, ο Σιού Σιουάν πήγε για δουλειά το πρωί και ζήτησε πάλι άδεια για το απόγευμα. Επέστρεψε στην κυρία Μπάι, η οποία είχε ετοιμάσει πάλι ποτό και πιάτα.

Η κυρία Μπάι γέμισε ή ίδια ένα κύπελλο για τον Σιού, και είπε με την πιο γλυκιά φωνή της, «αγαπητό μου αγόρι, θα σας είμαι ειλικρινής. Έχασα τον σύζυγό μου. Μάλλον είναι πεπρωμένο που συναντηθήκαμε και γοητευτήκαμε ο ένας τον άλλο. Σας παρακαλώ, να βρείτε μια προξενήτρα, να παντρευτούμε, να γίνουμε ένα κανονικό ζευγάρι. Τι νομίζετε;»

Ο Σιού Σιουάν το σκέφτηκε στο μυαλό του, 'είναι σίγουρα ένας καλός γάμος. Αν την παντρευόμουνα θα άξιζε πολύ η ζωή μου. Φυσικά το θέλω αλλά υπάρχει και ένα πρόβλημα. Δουλεύω στο φαρμακείο και κατοικώ στο σπίτι του κουνιάδου μου. Διαθέτω μικρή περιουσία που φτάνει μόνο για τα καθημερινά. Τι μπορώ να κάνω για να βρω τα χρήματα που κοστίζουν ο γάμος και η συντήρηση μιας οικογένειας;'

Παράμενε λοιπόν αμίλητος και η κυρία Μπάι ξαναρώτησε, «για τι πράγμα δεν θέλετε να μιλήσετε;» και εκείνος απάντησε, «μεγάλη η χαρά μου για την καλοσύνη σας. Η αλήθεια είναι ότι έχω οικονομικές στενοχώριες. Γιαυτό δεν τολμώ να σας ζητήσω σε γάμο.»

Η κυρία Μπάι τότε είπε, «αυτό δεν είναι πρόβλημα. Έχω εγώ λίγες οικονομίες. Μην ανησυχείτε.» και φώναξε στην Τσινγκτσίνγκ, «πήγαινε να φέρεις το ασήμι.»

Ο Σιού Σιουάν είδε την Τσινγκτσίνγκ να κατεβαίνει από τις ωραίες σκάλες φέρνοντας ένα πουγκί, και να το δίνει στην κυρία Μπάι.

«Πάρε το πουγκί αγαπητέ μου. Αν δεν φτάνει, έλα για περισσότερο ασήμι» και η κυρία Μπάι έδωσε το πουγκί στον Σιού Σιουάν. Εκείνος το άνοιξε και είδε ένα κομμάτι ασήμι πενήντα Λιανγκ (περίπου 30 χιλιάδες γιουάν της σημερινής εποχής με πρόχειρο υπολογισμό). Το έκρυψε πάνω του και πήρε την ομπρέλα και επέστρεψε στο σπίτι του κουνιάδου του.

Την επόμενη μέρα, ο Σιού Σιουάν βρήκε έξω, επέστρεψε την ομπρέλα που δανείστηκε από το φαρμακείο, αγόρασε ψάρια, κρέατα, πάπια, κοτόπουλα, φρούτα και άλλα για να μαγειρέψουν οι υπηρέτριες και ένα καλό ποτό. Έτσι ετοίμασε ένα πλούσιο γεύμα και κάλεσε την μεγάλη αδελφή και τον κουνιάδο του. Στο τραπέζι, ο Σιού Σιουάν είπε ότι θα παντρευτεί και ζήτησε από την αδελφή και τον κουνιάδο του να τον βοηθήσουν.

Εδώ είναι αξιοσημείωτο ότι ο γάμος στην αρχαία Κίνα, εξαρτάται από «την θέληση των γονέων και τα λόγια της προξενήτρας». Το να πράξουν κρυφά δύο νεαροί θεωρείτο ως ατίμωση των δύο οικογενειών.

Η αδελφή και ο κουνιάδος δεν απάντησαν αμέσως και παρέμειναν σιωπηλοί.

Δύο τρεις μέρες πέρασαν και δεν έγινε τίποτα. Ρώτησε την αδελφή του λέγοντας, «γιατί δεν βιάζεστε; Τι δυσκολίες έχετε; Φοβάσαι απλώς ότι θα σας κοστίσει λεφτά και γιαυτό είστε αδιάφοροι;» Πήγε τότε και έφερε το ασήμι που του δώρισε η κυρία Μπάι, και το έδωσε στην αδελφή του.

Όταν γύρισε ο κουνιάδος από την δουλειά, η αδελφή του Σιού του έδωσε το ασήμι και συζήτησαν για τον γάμο του Σιού Σιουάν. Όμως, μόλις ο κουνιάδος τσέκαρε το κομμάτι του αργύρου φώναξε δυνατά, «θεέ μου! Θα πεθάνουμε όλοι!»

Γιατί ταράχθηκε τόσο ο κουνιάδος; Αυτό θα το πούμε την άλλη φορά! Μπορείτε να φανταστείτε την συνέχεια και να μας πείτε τι σκεφτήκατε!